Συνομιλώντας με τον Στρατή Τσίρκα μέσα από τη Λέσχη. Ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα από το δεύτερο κεφάλαιο των «Ακυβέρνητων πολιτειών» απεικονίζει το σκοτεινό περιβάλλον της κατοχικής – μεταπολεμικής Ελλάδας. Το διχασμό των αντίπαλων πολιτικών φατριών και του φανατισμού, την παράνοια του πολιτικού μίσους, τις μηχανορραφίες και τα προδομένα όνειρα.
Μια μετέωρη Ελλάδα που καρκινοβατεί ανάμεσα σε ναυαγισμένες σχεδίες και ματαιωμένες ελπίδες.
Δεν ήξερα πως η μοναξιά πίνεται γουλιά γουλιά. Μήτε πως είναι τόσο πικρή. Κάθε ώρα και κανάτι. Το στόμα μου δε λέει να τη συνηθίσει. Μου ανεβαίνει και στο κεφάλι. Άνθρωποι χειρονομούν, αγορεύουν σε τόνο διδαχτικό. Πλαγιασμένος στη σοφίτα μου ή καθιστός, τους ακούω να λένε, να λένε, σαν κομμένες κεφαλές. Τα ίδια και τα ίδια’ λόγια χυμένα σ’ ένα καλούπι όλα.
Ο ήλιος κυλάει αργά, σα ρόδα από τούρκικον αραμπά, πυρώνοντας το γοτθικό σκουφί τη μικρής στέγης. Πάνω απ’ το κεφάλι μου, τσίγκινη αλεπού του ανεμοδείχτη γυρνάει με τεντωμένη ουρά και γκρινιάζει πνιχτά.
Πιο δύσκολο το σούρουπο. Το φοβάμαι, όλη μέρα το περιμένω, χι όταν φτάσει, προσέχω ακίνητος τα νεύρα μου, αγγίζω το σφυγμό της αντοχής μου. Από τη στιγμή που θ’ ακουστεί η καμπάνα Μητρόπολης και θα βουτήξει ο ήλιος πίσω απ’ τα βουνά γκρίζας πέτρας με το κοκκινόχωμα γύρω στα λιόδεντρα και το δρόμο της Γιάφφας που φιδοσέρνεται από καμπούρα σε καμπούρα, με πιάνει δαίμονας. Να κατεβώ! Πυκνό σκοτάδι γιομίζει το φύλλωμα των δέντρων. Ψηλά όμως είναι ακόμη μέρα κι οι κορφές των λόφων, ανατολικά, βγάζουν ένα μενεξελί’φως. Να βγω αμέσως θα ‘ναι κουτουράδα. Την ίδια μέρα ίσως όχι, κάποτε όμως σίγουρα θα την πλερώσω, αν μου γίνει συνήθεια.
Γιάννης Δημογιάννης – ανακαλώντας τον «Τελευταίο σταθμό» του Σεφέρη
Αφόρητο το φορτίο της τελειωμένης μέρας. Σε τούτες τις θάλασσες του Πρωτέα, που τους ξέρασε η Μοίρα, η μοναξιά στάζει φαρμάκι στην πληγή. Το μίσος παράλυσε του νου. Σε μέρα και νύχτα στάζει αγιάτρευτο πόνο – κι αυτοί αμετανόητες σκιές.
Καλά το ’γραφε ο ακροποταμίσιος*. Μια ζωή, το γκουβέρνο υπηρετούσε, ποτέ δεν όρθωσε μύτη, αλλά κι αυτός το μολογούσε:
«Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;»
Όμως, στην έρημο της Κομμαγηνής, μόνο γκαμήλες βασιλεύουν κάτω από τον ήλιο. Και πάνω τους αυτοί ∙ τσιγγάνοι που λάθεψαν από το λιοπύρι πως ξέμειναν τάχατες αρχόντοι και διάδοχοι του Αλέξανδρου. Να βολοδέρνουν στην έρημο με το μυαλό πυρακτωμένο από το φαρμάκι.
Ο ήλιος πέφτει στη γη της Παλαιστίνης, η νύχτα παγώνει και μόνο το μουγκανητό από τις γκαμούζες σπάζει τη σιωπή. «Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν», μαράγκιασε η καρδιά. Ορφάνεψε η χώρα του μυαλού τους, πού να καρπίσει πια;
Στη σκάλα της επιστροφής – είτε στο σκοτεινό βαγόνι, είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξουν οι στατιστικές – το μυαλό τους απέμεινε ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων.
Στον τόπο τους που ορφάνεψε, ποιος να απομείνει τώρα πίσω να κουβαλήσει τα κόκκαλα των προδομένων τους συντρόφων;
Κι όσοι απέμειναν, σέρνονται πια στα σκοτεινά.
* αναφορά στο Γιώργο Σεφέρη, με τη συνθηματική γλώσσα των κομμουνιστών που βρέθηκαν μαζί με την εξόριστη κυβέρνηση, στη Συρία, κατά την περίοδο της κατοχής.
Η επιλογή των συναφών αφηγηματικών δεξαμενών Στρατή Τσίρκα – Γιώργου Σεφέρη εδράζεται στον κοινό παρανομαστή της διάψευσης, έχοντας πάντα ως συνδετικό κρίκο, τη μεταπολεμική Ελλάδα των ματαιωμένων ονείρων και των πολιτικών δολιοτήτων.
No comments:
Post a Comment