Νάρκη

Νάρκη
Του άλγους δοκιμές - Κωνσταντίνος Καβάφης

Sunday, May 19, 2019

Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου κατά την περίοδο των Νεοτούρκων (1915-1918)



Του Κωνσταντίνου Φωτιάδη*

Οι εκτοπισμοί και ο Liman von Sanders

Οι κάτοικοι της Ματσούκας διατάχθηκαν, τον Απρίλιο του 1916, να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, και απελάθηκαν μέσω των Ποντικών Άλπεων, στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, κυρίως στα οροπέδια του Ερζερούμ. Αφάνταστες και απερίγραπτες είναι οι ταλαιπωρίες που πέρασαν τις χειμωνιάτικες, ακόμη, για την περιοχή μέρες και νύχτες της πορείας τους. Η πείνα και οι αρρώστιες ήταν το τελειωτικό χτύπημα κατά των Ελλήνων. Ο λευκός θάνατος αποδεκάτιζε τους εξορίστους. Μυστικά διατάγματα και διαταγές έθεταν εκτός νόμου και ζωής τους χριστιανούς.

Ο Γιώργος Λαπαρίδης, που επέζησε από τις κακουχίες της εξορίας στο Ερζερούμ, περιγράφει με ιδιαίτερα τραγικό, αλλά συνάμα λακωνικό τρόπο, το προσωπικό του μαρτύριο καθώς και των συγχωριανών του:

Έτον ς’ σα 1916 τση χρονίας. Οι Ρουσάντ’ επαίραν την Ζάβεραν και εμάς τσ’ αγούρ’ς οι Τουρκάντ’ εποίκαν εμάς εξορίαν σ’ σο Ερζερούμ. Χειμωγκός καιρός, μέσασμαν Καλανταρί και κρύος πάγος. Τα λιθάρια κατέσπαναν ας σο πάγον και εμείς άχαροι επορπάναμεν ξυπόλ’τοι και μισοφορεμέν’. Όποιος εφόρνεν τσιαρούχια έτον καλότυχος. Και σίτια επορπάναμε οι τσιανταρμάδες εντούναν με τα κοντάκια του τυφεκί και ερούζ’νανε μας απέσ’ σο ποτάμ’, ς’ σον Κάνιν, και εβρέχουμες καλά καλά. Εγίνουμες λουλούτσ ας σο νερόν. Και επεκεί εβγάλλ’νανέ μας ας σο ποτάμ’ και εποπράτ’ναμε. Τα βρεγμένα τα λώματα εμούν επάγωναν απάν’εμούν και εποίναν’ «κρατσ-κρουτσ» τα κροσταλίδια και τα παγούρια.

Πόσ’ νομάτ’ επέμ’ναν ς’ σα στράτας, πόσ’ νομάτ’ έπαθαν ας σο κρύον, πόσ’ νομάτ’ επέθαναν ας σο λιμόν, είνας θεός εξέρ!

Τα ταπούρ’ εμούν δηλ. η ομάδα εμούν έτον 120 νομάτ’ ας ση Ζάβεραν και 45 νομάτ’ εκλώσταμ οπίσ’[...]. 

Οι μετατοπίσεις των πληθυσμών, οι λεηλασίες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί και οι δολοφονίες είχαν ως κύριο στόχο την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών, για να επιτευχθεί ευκολότερα ο εκτουρκισμός εκείνων που θ’ απέμεναν. Επίσημη έκθεση προς το υπουργείο Εξωτερικών, με ημερομηνία 14/1/1915, προειδοποιεί την ελληνική κυβέρνηση για τον επερχόμενο κίνδυνο:

Μεταξύ των υπό του Νεοτουρκικού κομιτάτου ληφθεισών αποφάσεων είναι και ο εκτουρκισμός των ελληνικών πληθυσμών, ο οποίος δεν είναι δυνατός, εφόσον υπάρχουσι συμπαγείς ελληνικοί συνοικισμοί. Αι στρατιωτικαί ανάγκαι παρέχουσιν καταλληλοτάτην πρόφασιν ίνα διασκορπισθώσιν οι χριστιανοί και ούτω καταστή δυνατός ο εκτουρκισμός αυτών.

Κατά τον F. Sartiaux, πλέον,

[...] οι Νεότουρκοι αποκάλυψαν το μεγαλεπήβολο σχέδιό τους, την εξόντωση δηλαδή όλων των ιθαγενών χριστιανών της Μικράς Ασίας. Ποτέ, σε καμιά περίοδο της Ιστορίας, κανένα πιο διαβολικό σχέδιο δεν είχε στοιχειώσει τη φαντασία του ανθρώπου.

Η «ερυθρά» σφαγή ολοκληρώθηκε από ένα σύστημα που λέγεται «λευκή» σφαγή. Πρόκειται για την αργή εξόντωση από την κακομεταχείριση, τις εκτοπίσεις, το κρύο, την παρατεταμένη στέρηση νερού και τροφής, τον αποκλεισμό σε μπουντρούμια τόσο μικρά που να μη χωράς όρθιος. Η τρομερή αυτή επινόηση ικανοποιούσε πλήρως το φανατισμό και την κτηνωδία του Εμβέρ, την πιο ψυχρή, μα κυνική φαντασία του Ταλαάτ, καθώς μπορούσαν να ισχυριστούν πως τις εκτοπίσεις τις απαιτούσαν οι στρατιωτικές ανάγκες και πως τα χέρια τους δεν είχαν λερωθεί με αίμα, γιατί οι χριστιανοί πέθαιναν μόνοι τους στο δρόμο!

Ο υπέρμετρος φανατισμός τους τους είχε οδηγήσει μάλιστα ως το σημείο να επαναφέρουν τη δουλεία και τον εξανδραποδισμό. Ο Τούρκος αστυνόμος του Μπαλούκ-Χισάρ διαλαλούσε, με δημόσιο κήρυκα, τον Ιούλιο του 1915:

Παραδίδω γυναίκες χριστιανών αντί πέντε λεπτών το κομμάτι!

Οι ανθελληνικοί διωγμοί μέσα από τα γερμανικά και τα αυστριακά έγγραφα

Είναι γεγονός ότι ορισμένοι Γερμανοί διπλωμάτες, μη συμφωνώντας με την πολιτική της εθνοκάθαρσης που εφάρμοζε η στρατιωτική ηγεσία της χώρας τους, προσπάθησαν με αλλεπάλληλες ενέργειες προς την πολιτική τους ηγεσία να διαχωρίσουν τουλάχιστον τη θέση και τις ευθύνες τους από τα γενοκτονικά μέτρα των Νεοτούρκων, ιδιαίτερα μετά την παγκόσμια κατακραυγή για το αρμενικό ολοκαύτωμα. Συγκεκριμένα, στις 16 Ιουλίου 1916 ο Γερμανός πρόξενος της Αμισού Kückhoff επισήμανε στο υπουργείο Εσωτερικών, στο Βερολίνο:

Από αξιόπιστες πηγές ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Κασταμονής έχει εξοριστεί. Εξορία και εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια, γιατί όποιος δεν δολοφονείται, πεθαίνει ως επί το πλείστον από τις αρρώστιες και την πείνα.

Τα νέα μέτρα που εφάρμοζαν οι Νεότουρκοι σε πρώτη φάση εναντίον του αντρικού πληθυσμού, γνωρίζοντας ότι η εξόντωσή του θα διευκόλυνε την υλοποίηση των σχεδίων τους, θορύβησαν και τον Αυστριακό υποπρόξενο Αμισού Kwiatkowski, ο οποίος ενημέρωσε τον υπουργό Εξωτερικών της Αυστρίας Buriàn για τις πρόσφατες αποφάσεις του μουτεσαρίφη Αμισού Ραφέτ μπέη:

Στις 26 Νοεμβρίου μου είπε ο Ραφέτ μπέης: Τελικά με τους Έλληνες πρέπει να ξεκαθαρίσουμε όπως και με τους Αρμενίους. [...] Στις 28/11/1916 μου είπε ο Ραφέτ μπέης: Πρέπει τώρα να τελειώσουμε με τους Έλληνες. Έστειλα σήμερα στα περίχωρα τάγματα για να σκοτώσουν κάθε Έλληνα που συναντούν στο δρόμο. Φοβάμαι την απέλαση ή την εξορία του συνολικού ελληνικού πληθυσμού και την επανάληψη των περσινών παραδειγμάτων.

Στις 7/9/1916 ο Mithrinek, που εκτελούσε χρέη πρεσβευτή μετά την ανάκληση του von Metternich, ενημέρωνε το Βερολίνο για τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του βαλή της Κασταμονής εις βάρος των Ελλήνων:

Στη Σινώπη η εκκαθάριση διήρκεσε 4 ώρες. Ο συνολικός ελληνικός πληθυσμός, που φτάνει τα 4.500 άτομα, μεταφέρθηκε εν μέρει στο Μπογιαμπάτ και την Κασταμονή και εν μέρει μοιράσθηκε σε τουρκικά χωριά του βιλαετίου. Τα ίδια μέτρα πάρθηκαν και στην Ινέπολη και σε μερικά άλλα χωριά.

Οι Αυστριακοί πρόξενοι διαπιστώνοντας τα αίσχη των συμμάχων τους αλλάζουν στάση και αρχίζουν, καταργώντας τα προσχήματα, να στέλνουν τηλεγραφήματα στο υπουργείο Εξωτερικών της χώρας τους και να επισημαίνουν τον μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχαν οι Έλληνες. Την ίδια τακτική ακολούθησαν ως ένα σημείο και οι συνάδελφοί τους Γερμανοί, υιοθετώντας βέβαια διπλωματικότερες μεθόδους, στοιχείο που ενισχύει εν μέρει και την ευθύνη τους για τα γεγονότα.

Τον Δεκέμβριο του 1916, όπως επίσης και τον Ιανουάριο του 1917, ο Αυστριακός πρέσβης της Κωνσταντινουπόλεως Pallavicini πληροφορούσε την κυβέρνησή του για τα τελευταία γεγονότα στον Πόντο και συγκεκριμένα στη μαρτυρική Αμισό:

11 Δεκεμβρίου 1916. Λεηλατήθηκαν 5 ελληνικά χωριά, κατόπιν κάηκαν. Οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν. 12 Δεκεμβρίου 1916. Στα περίχωρα της πόλης καίγονται χωριά. 14 Δεκεμβρίου 1916. Ολόκληρα χωριά καίγονται μαζί με τα σχολεία και τις εκκλησίες. 17 Δεκεμβρίου 1916. Στην περιφέρεια Σαμψούντας έκαψαν 11 χωριά. Η λεηλασία συνεχίζεται. Οι χωρικοί κακοποιούνται. 31 Δεκεμβρίου  1916. 18 περίπου χωριά κάηκαν εξ ολοκλήρου. 15 εν μέρει. Περίπου 60 γυναίκες βιάστηκαν. Ελεηλάτησαν ακόμη και εκκλησίες.

Το ίδιο χρονικό διάστημα ο Γερμανός πρέσβης Kϋhlmann ενημέρωνε τον αρχικαγκελάριο Hollweg στο Βερολίνο:

Οι πρόξενοι Σαμψούντας (Bergfeld) και Κερασούντας (Schede) αναφέρουν για τις άμεσα απειλούμενες μετατοπίσεις των ελληνικών παραλιακών πληθυσμών... Μέχρι τώρα δολοφονήθηκαν 250 αντάρτες. Αιχμαλώτους δεν κρατούν. 5 χωριά παραδόθηκαν σε στάχτη.

Σύμφωνα με άλλη αναφορά του ιδίου, στις 16 Δεκεμβρίου:

[…] Ελληνικές προσφυγικές οικογένειες, οι περισσότερες γυναίκες και παιδιά, πολύ μεγάλος αριθμός εξορίζονται από τα παράλια προς τη Σεβάστεια. Η ανάγκη είναι μεγάλη.

Οι πορείες θανάτου

Με αφορμή την προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων και τη στρατοπέδευσή τους στις παραλιακές περιοχές του Χαρσιώτη ποταμού, λίγο έξω από την Τρίπολη, και μεσογειακά στη Χερίανα, οι Νεότουρκοι βρήκαν την ευκαιρία να απαλλαγούν από την παρουσία των επικίνδυνων και ενοχλητικών Ελλήνων των πλούσιων περιοχών της Τρίπολης και Κερασούντας. Προβάλλοντας τον κίνδυνο πιθανής σύμπραξης των χριστιανών με τους Ρώσους, αποφάσισαν να θέσουν σε εφαρμογή την απομάκρυνση των Ελλήνων για στρατιωτικούς, δήθεν, λόγους.

Στις 3/16 Νοεμβρίου 1916 άρχισαν τους εκτοπισμούς με τους Έλληνες της περιοχής Τρίπολης. Η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ στο βιβλίο της Η Τρίπολη του Πόντου δίνει, αξιοποιώντας μοναδικά τα χειρόγραφα των Χατζηγιώργη Δημητριάδη και Μιλτιάδη Λαγγίδη, την εξιστόρηση των γεγονότων:

Στις 8 Νοεμβρίου ανακοινώθηκε το φιρμάνι, στις 13 τοιχοκολλήθηκε, κι ίσαμε τις 16 έπρεπε όλος ο πληθυσμός της Τρίπολης να έχει εγκαταλείψει σπίτια, χωράφια και πλεούμενα. Ο λαός της Τρίπολης έπρεπε να έχει θάψει εκεί που κοιλοπόνεσε, εκεί που μόχθησε, εκεί που χάρηκε κι αγάπησε την καρδιά του, τη μεγάλη καρδιά ενός μικρού πληθυσμού που ακολούθησε στητός, ανίκητος, την πίστη και την πατρίδα του.

Ούτε ένας Έλληνας της Τρίπολης δεν τούρκεψε, ούτε ένας δεν προτίμησε ν’ αλλαξοπιστήσει για να σώσει την ζωή του...

Είκοσι πέντε μέρες κράτησε το μαρτύριο της διαδρομής του λευκού θανάτου. Στις 9 Δεκεμβρίου ανακοινώθηκε επίσημα στους εκτοπισμένους ότι ορίστηκε ως τόπος οριστικής διαμονής τους το αρμενικό χωριό Μπιρκ, που ήταν έρημο, γιατί οι 500 οικογένειές του σφαγιάστηκαν ένα χρόνο νωρίτερα.

Το κλίμα του χωριού, συνεχίζει η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, δε μας φάνηκε καλό, γιατί το νερό ήτανε γλυφό κι άνοστο και δεν μπορούσαν να το πιουν ούτε και οι άρρωστοι με τα καμένα χείλια του πυρετού τους. Όμως η ανάγκη να είμαστε όλοι μαζί, κοντά-κοντά, για ν’ αντικρίζουμε τη μοίρα, μας έκανε να κατοικήσουμε όλοι στο Πιρκ, στο Πιρκ που στάθηκε το απέραντο νεκροταφείο χιλιάδων χριστιανών, στο Πιρκ που σαν το συλλογιστούμε βλέπουμε έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό, στο Πιρκ που αφήσαμε ό,τι είχαμε πιο αγαπημένο, πατεράδες γέρους και τρυφερά παιδιά, τις μάνες μας και τις γυναίκες μας.

Μέσα στα σπίτια ζούσανε οι άνθρωποι μαζί με τους νεκρούς, κι ήτανε πιο ευτυχισμένοι κείνοι που είχανε κλείσει τα μάτια από τους αποθαμένους ζωντανούς. Τρεις μήνες είχανε περάσει από την μαύρη ώρα που μπήκαμε στο Πιρκ, έμπαινε ο Μάρτης μήνας κι από τις 13 χιλιάδες που είχαμε ξεκινήσει, δεν μένανε πια παρά 800, αδύναμοι κι ανίκανοι για κάθε δουλειά. Από τους 800 που σωθήκανε οι 300 ήτανε αστοί, οι άλλοι χωρικοί [...].

Ο Γεώργιος Σακκάς, ο ιστορικός της Τρίπολης του Πόντου και, σε όλη του τη ζωή, ακούραστος εργάτης του ποντιακού ελληνισμού, καταθέτει για τα ίδια γεγονότα:

Το τι υποφέραμε μέσα στους τέσσερις αυτούς μήνες είναι κάτι φοβερό, ανήκουστο, ανώτερο από κάθε περιγραφή.

Η τετράμηνη αυτή περίοδος υπήρξε η σκοτεινότερη και απαισιότερη της μακραίωνης ζωής μας στην Τουρκία. Εκείνο που εκ των υστέρων διαπιστώσαμε ήταν ότι η συμφορά μας είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις και ότι ο θάνατος αποδεκάτισε και ερήμωσε κυριολεκτικά τις τάξεις των ατυχών εκείνων οικογενειών, που εγκαταστάθηκαν κυρίως στο Μπιρκ και στο Κόλισαρ.

Είδα, όπως εξακριβώθηκε κι αργότερα, μέσα στον συνταρακτικό εκείνο σάλο να σβήνουν και να εκριζώνωνται ολόκληρες οικογένειες.

Είδαν πολλά τα μάτια μας. Είδαν περιστατικά που η θύμησή των γεννά το δέος και συνταράζει βαθιά την ψυχή μας. Είδαμε, ζήσαμε και υποφέραμε τη φρικτή δοκιμασία περιστατικών, που και τώρα, ακόμη, όταν τα φέρουμε στο νου μας, μας φαίνονται τόσο απίθανα και τόσο απίστευτα, που πολλές φορές διερωτώμεθα αν όλα αυτά δεν ήσαν εξημμένης φαντασίας πλάσματα ή αληθινά γεγονότα. Επί τέσσαρες μήνες ζούσαμε μέσα στο σπαραγμό και στην ατέλειωτη τραγωδία μας, μόνιμα συντροφιασμένοι με το θάνατο.



Η επίσημη εμφάνιση του Τοπάλ Οσμάν

Με εξαίρεση, προσωρινά, την Κερασούντα, όπου για άλλη μια φορά αποδέχτηκε ότι η παρουσία των ευρωπαϊκών προξενικών αρχών έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην επιβολή της τάξης και στην αποκατάσταση της ηρεμίας, οι Έλληνες των εκκλησιαστικών επαρχιών Πουλαντζάκης, Κασσιόπης και Γιολ Αζούζ είχαν την τραγική τύχη των υπόλοιπων χωριών της περιοχής. Ο Λάμπος Μαυρίδης από το Τεπέ Κιοΐ της Πουλαντζάκης καταθέτει ότι «από τους 700 που βγήκαμε εξορία από το χωριό μας το 1916 γυρίσαμε 232 άτομα», τα οποία, ωστόσο, ένα χρόνο αργότερα, υπέστησαν χειρότερα μαρτύρια από τον Άιχμαν του ποντιακού ελληνισμού, Τοπάλ Οσμάν:

Κανένα χρόνο μετά το γυρισμό μας από την εξορία (1916), κακήν κακώς, ζήσαμε. Ύστερα ο Τοπάλ Οσμάν ήρθε χαράματα και περικύκλωσε το χωριό με τους τσέτες του. Μάζεψαν τον κόσμο, έναν-έναν τους χωριανούς και τους έβαλαν σ’ ένα σπίτι, σιμά στην εκκλησία: Άντρες, παιδιά, γυναίκες, γέρους, μωρά. Έδωσαν φωτιά το σπίτι και τους έκαψαν ζωντανούς!

Προτού να τους κάψουν διάλεξαν 4-5 νέες γυναίκες και τις κράτησαν για τον εαυτό τους. Μετά έχυσαν 10 τενεκέδες πετρέλαιο μέσα και ολόγυρα στο σπίτι και κατόπιν έρριξαν μια χειροβομβίδα. Άναψε φωτιά! Το σπίτι ήταν του Κοντού του Κώτα. Δέκα-είκοσι λεφτά κράτησε το κακό. Φώναζαν. Οι φωνές των γυναικών «σον ουρανόν έβγαιναν» (οι φωνές των γυναικών ανέβαιναν στον ουρανό). Τινάχτηκε το σπίτι μες στις φλόγες κι όλους τους πλάκωσε μέσα!

Ένα κορίτσι απ’ το παράθυρο πήδηξε και έφυγε απ’ τη φωτιά. Έριξαν σφαίρες οι τσέτες αλλά ήταν κατήφορος και γλίτωσε. Μια σφαίρα την πήρε ξυστά στο κεφάλι. Ρούδα τη λέγανε. Ήρθε κοντά σε μας που ξεφύγαμε απ’ το πρωί. Τη ρώτησα για την γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Μου είπε: «Τη γυναίκα σου την είδα, τα παιδιά σου δεν τα είδα».

Οι πέντε γυναίκες που διάλεξαν για να τις πάρουν οι Τούρκοι να τις βιάσουν, το κατάλαβαν και σαν έβλεπαν τη φωτιά και τις φωνές, πήδησαν μέσα στο σπίτι λέγοντας:

– «Είη το όνομα του Κυρίου!...».

Πήδησαν στη φωτιά και κάηκαν. Πέθαναν μαζί με τις άλλες.

Αυτό όλο κράτησε μισή ώρα. Μετά μισή ώρα οι τσέτες έφυγαν και πήγαν στ’ άλλα χωριά. Και σε κάθε χωριό μισή ώρα στέκονταν, έκαιγαν, έκαιγαν, και συνέχεια έφευγαν. Δεκαεφτά (17) χωριά έκαψαν στη συνέχεια. Τα Γούζερε, Κόλτιζι, Τεπέκιοϊ, Τεμιρτζίκιοϊ, Γιόμα, Κινέη... Δεν έκαιγαν τα σπίτια των χωριών. Μόνο ένα σπίτι έκαιγαν μαζί με τους ανθρώπους.

Είναι η εποχή που κάνει την επίσημη εμφάνισή του, στον Δυτικό κυρίως Πόντο, ο βασικότερος από τους δολοφόνους του ποντιακού ελληνισμού, ο Οσμάν αγά Φιριτίνογλου, ο γνωστός Τοπάλ Οσμάν (κουτσός Οσμάν), επειδή είχε χάσει το ένα πόδι του κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Ένας αγράμματος, άξεστος, και εντελώς αδίστακτος άνθρωπος, πιστό όργανο του βαλή, με του οποίου την αρχική εισήγηση αλλά και την έγκριση των τοπικών αρχών αναδείχτηκε σε τύραννο και δικτάτορα της Κερασούντας αλλά και των ελληνικών χωριών

λεηλατών, ατιμάζων, φορολογών, φονεύων, εισερχόμενος νύκτωρ εις τας ελληνικάς οικίας μετά της περί αυτόν πολυαρίθμου σπείρας ενόπλων κακούργων, ενεργών άνευ επισήμου τινός εντολής κατ’ οίκον ερεύνας, φυλακίζων αυθαιρέτως, και εν γένει καταστάς φοβερά δια τους Έλληνας μάστιξ.

Χιλιάδες έγγραφα και εκατοντάδες βιβλία αναφέρονται στις ποικίλες δραστηριότητές του, αλλά κυρίως στα εγκλήματα που διέπραξε σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου. Με τις ευλογίες των Νεοτούρκων, και αργότερα του ιδίου του Κεμάλ, ο οποίος τον διόρισε γενικό διοικητή της Μαύρης Θάλασσας, κι εμφορούμενος από άσβεστο μίσος εναντίον καθετί ελληνικού, υλοποίησε το γενοκτονικό πρόγραμμα της τουρκικής ηγεσίας εξαφανίζοντας από το χάρτη περισσότερα από χίλια ελληνικά χωριά και κατόρθωσε, με την πλασματική πληθυσμιακή υπεροχή των μουσουλμανικών εθνοτήτων, να αλλοιώσει την εθνολογική σύσταση του Πόντου.

*Ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.

το άρθρο αλιεύθηκε από εδώ:
http://www.pontos-news.gr/pontic-article/106984/i-genoktonia-ton-ellinon-toy-pontoy-kata-tin-periodo-ton-neotoyrkon-1915-1918

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: ""Μια φορά πεθαίνει κανείς"



"Σαν τον πήγαν στην κρεμάλα. Λέω για κείνον τον Πόντιο δημοσιογράφο. Διευθυντή και εκδότη εφημερίδας. Καπετανίδης στο όνομα. Που κατηγορήθηκε για προπαγάνδα υπέρ της Ελλάδας. Και τον καταδίκασαν οι Τούρκοι δικαστές σε θάνατον δι’ απαγχονισμόν. Για να σπάσουν το αγέρωχό του ύφος. Και να δώσουν ένα μάθημα σε όλους τους λοιπούς. Που σχεδίαζαν επαναστάσεις και ονειρεύονταν αυτονομίες. Αλλά αυτός ο αθεόφοβος. Συνομιλώντας νοερά. Με τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Τον Φορτίνο Σαμάνο. Και τον Νίκο Μπελογιάννη. «Γρηγορείτε και θαρρείτε» συμβούλεψε με γράμμα, «Μια φορά πεθαίνει κανείς». Και όταν, πράγματι, ήρθε η μία και μόνη φορά για να πεθάνει. Προχώρησε στο ικρίωμα. Έβαλε το κεφάλι στη θηλιά. Και έσπρωξε μονάχος την καρέκλα. Λέγεται δε ότι όσο κρατούσαν οι επιθανάτιοι σπασμοί ένα φωτεινό χαμόγελο έλαμπε στο πρόσωπό του".

Η ιδιωτική μου αντωνυμία, Κίχλη

Η πιο τρομακτική νύχτα στη Γενοκτονία των Ποντίων: Η σφαγή των νηπίων της Σάντας (φωτό & βίντεο)



«Έναν μαύρον ημέραν εκούιξεν εις απες σο σπέλ’:
Οι μανάδες ντο έχ’νε μικρά μωρά να εβγαίνε οξιοκά ασο σπέλ’».
Μία μάνα διηγείται ότι μια μαύρη μέρα ένας φώναξε όσες είχαν μικρά παιδιά να βγουν έξω από τη σπηλιά…

Έτσι ξεκινάει η Ελένη Νυμφοπούλου-Παυλίδου να ντύνει με λόγια μία από τις πιο τραγικές στιγμές της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Συμπρωταγωνιστής στην αφήγηση ο οπλαρχηγός Ευκλείδης.
Ο αδερφός του, Κώστας Κουρτίδης, θα γράψει στο ημερολόγιό του για την νύχτα της 10ης προς 11η Σεπτεμβρίου 1921:
«... Πολλά παιδιά τότες, επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών τους, και μη θέλοντας να χωρισθούν εξ ημών, τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου».



Τα μεσάνυχτα σταμάτησε το πανδαιμόνιο 
των πυροβολισμών και οι αντάρτες και τα 
γυναικόπαιδα αποσύρθηκαν στη θέση 
Μερτζάν Λιθάρ.

Η Σφαγή των παιδιών

Η σφαγή των νηπίων αποτελεί μια από τις συγκλονιστικότερες στιγμές στο δράμα που έζησαν οι Έλληνες της Ανατολής, όταν μητέρες αναγκάστηκαν να θυσιάσουν ότι πολυτιμότερο είχαν στη ζωή τους, τα ίδια τα μικρά τους, για να σωθούν τα μεγαλύτερα παιδιά και οι οικογένειες τους.
Ανάλογες μαρτυρίες υπάρχουν κι από άλλες περιοχές και με μεγαλύτερα παιδιά όπου η επιλογή του θανάτου από το να πέσουν στα χέρια των Τούρκων-ειδικά τα μικρά κορίτσια όπου πολλαπλώς βιαζόταν πριν ξεψυχήσουν- γινόταν δύσβατος μονόδρομος που έπρεπε οι δόλιες οι μάνες να τον περάσουν ολομόναχες αλλά και να τον πληρώσουν με αβάσταχτο πένθος για την υπόλοιπη ζωή τους.

Στο ημερολόγιο του ο Κώστας Κουρτίδης γράφει για το σχετικό περιστατικό:
«Η νύχτα αυτή ήταν η πιο τρομακτική νύχτα που έζησα στη ζωή μου.
Κάνοντας πρόχειρα προχώματα παραταχτήκαμε για μάχη.
Γυναίκες και παιδιά (τριακόσιοι περίπου) μαζεύτηκαν λίγο πιο πάνω μέσα σε μια σπηλιά, τους οποίους φυλούσαν περίπου εκατόν είκοσι νέοι άοπλοι.

Επί εννιά ώρες αγωνιζόμασταν ενάντια στον τουρκικό στρατό, που μας περικύκλωσε από παντού, εκτός από μια δίοδο προς το δάσος Βαϊβάτερε, για να έχουμε διέξοδο την τελευταία στιγμή».



«άνθρωποι που σκότωσαν τα παιδιά 
τους είναι αδύνατον να πιαστούν και άρα 
είναι περιττό να μείνουμε άλλο εδώ»

Τα μεσάνυχτα σταμάτησε το πανδαιμόνιο των πυροβολισμών και οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα αποσύρθηκαν στη θέση Μερτζάν Λιθάρ.
Τότε έπρεπε, πριν ξημερώσει, να βρεθεί μια λύση: ν’ απομακρύνονταν εντελώς αθόρυβα από εκείνη τη θέση, γιατί αλλιώς θα γινόταν ο τάφος μικρών και μεγάλων, ενόπλων και αμάχων.
Εκείνες τις τραγικές ώρες, μοιραίες, απελπισμένες μάνες αναγκάστηκαν να θανατώσουν βρέφη και μικρά παιδιά που έκλαιγαν, για να μην προδώσουν τις θέσεις τους.

Όταν ξημέρωσε και οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επιχείρηση εναντίον των ανταρτών, αντίκρισαν επτά βρέφη σφαγμένα!
Τότε ο ίδιος ο μέραρχος επικεφαλής έδωσε διαταγή στον τουρκικό στρατό να γυρίσει πίσω στη Σάντα λέγοντας: άνθρωποι που σκότωσαν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιαστούν και άρα είναι περιττό να μείνουμε άλλο εδώ»
Την ιστορία των νηπίων που θυσιάστηκαν από τις ίδιες τους τις μάνες ώστε μη μαρτυρήσουν άθελά τους το σημείο όπου κρύβονταν περίπου 300 Σανταίοι, αφηγείται ο Τάκης Βαμβακίδης.
Τη μουσική έγραψε ο Δημήτρης Πιπερίδης, ο οποίος παίζει και λύρα. 






το άρθρο αλιεύθηκε από εδώ:

Μνήμες από τη Γενοκτονία στην Τραπεζούντα (βίντεο)



μεταφορτώθηκε από το χρήστη
Pontos News
Published on Aug 1, 2017

Ο Γιώργος Παπαδόπουλος από τις Σάπες Ροδόπης ξεδιπλώνει την πολυτάραχη ιστορία της ζωής του για τις ανάγκες της μίνι σειράς ντοκιμαντέρ «Εμείς στη Ροδόπη. Τόποι, ιστορίες, πρόσωπα», του Γιάννη Λεοντίου και της Μπέλλας Ιβάνοβα.

Category
Travel & Events

Γιάννης Δημογιάννης: Η γενοκτονία των Ποντίων - Αλύτρωτες μνήμες, αλύτρωτες ζωές

 Ï€Î¿Î½Ï„ι

Όλοι τον αγαπούσαμε το δάσκαλο, αλλά εγώ ακόμη τον κουβαλώ μέσα μου. Όσα έχτισα σηκώθηκαν πάνω στο δικό του πάτωμα, και – πράγμα ασυνήθιστο για παιδί – το μάθημά του ήταν το καθημερινό μου καταφύγιο.

19-5-1978, Τετάρτη Δημοτικού. Η μέρα γλίστρησε σαν άγκυρα απ’ τα χέρια μου και από τότε έδεσε για τα καλά στο βυθό της παιδικής μνήμης.

Το ημερολόγιο πρόγραμμα έγραφε ιστορία για τη δεύτερη ώρα. Μικρό το διάλειμμα, ούτε να ιδρώσουμε δεν είχαμε προφτάσει. Μπουλούκι μπήκαμε στην τάξη, μέχρι ο καθένας να ξελαχανιάσει και να βολευτεί στη θέση του. Όταν η πόρτα έκλεισε, ο δάσκαλος διέσχισε μία, δύο φορές τις σειρές των θρανίων, αντάλλαξε τρυφερά πειράγματα με τους «συνήθεις υπόπτους», και, λίγο πριν σταματήσει στο μπροστινό μου θρανίο, ο βηματισμός του βράδυνε.

Κάθε φορά που φυλλομετρούσαμε κάποιο βιβλίο, ένα θρόισμα ακουγόταν στην τάξη, μέχρι να καταλήξουμε στη σελίδα «προορισμού». Ο δάσκαλος συνήθιζε να αποκαλεί Ναύτες, το πλήρωμα του, και εμείς από το πρόσταγμά του κρεμόμασταν, για να ορίσουμε συντεταγμένες στο καινούργιο μας ταξίδι… Μόνο που αυτή τη μέρα, 19 Μαΐου 1978, στο πλήρωμα έλαχε κλήρος να δέσει στ’ ανοιχτά μίας μακάβριας προκυμαίας!

Ο δάσκαλος έβγαλε από τη τσάντα του ένα βιβλίο διαφορετικό από τα συνηθισμένα, γεμάτο, όπως μας εξήγησε, από φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα. Ήταν ένα «Λεύκωμα» – αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε – και αμέσως μετά ψιθύρισε : «Το Λεύκωμα των αλύτρωτων πατρίδων».

Είχε μαρκάρει από πριν κάποιες σελίδες με κάτι χρωματιστά αυτοκόλλητα, και θυμάμαι πολύ καλά πως το χέρι του σταμάτησε στο μαύρο σημαδάκι. Αμέσως μετά στάθηκε στο κέντρο της τάξης, άνοιξε σχεδόν τελετουργικά το Λεύκωμα και, αφού το έστρεψε με ευλάβεια προς το πλήρωμα της τάξης, ακούστηκε να μας λέει με φωνή τρεμάμενη αλλά διαπεραστική: «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει».

Και τότε, μπροστά στα έκπληκτα παιδικά μάτια μας, ξεπρόβαλε η σπαρακτική φωτογραφία μίας ρυτιδιασμένης και μαυροφορούσας γερόντισσας που προσπαθούσε να κανακέψει ένα μωρουδάκι, καθώς έκλαιγε, φαντάστηκα, γοερά.

Όταν ακούστηκαν τα λόγια του δασκάλου για την «Ελλάδα που μας πληγώνει», η τάξη ολόκληρη πάγωσε στη θέα αυτής της φωτογραφίας. Στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα, μαρμαρώσαμε πίσω από τα θρανία, σαν να μας διαπέρασε το μωρουδίστικο αναφιλητό. Αν κάποιος μάς κοίταζε από ψηλά, θα μοιάζαμε, λες και βυθιστήκαμε αναπάντεχα σ’ ένα πηγάδι με ανεξήγητες παιδικές απορίες.

Ήταν λίγο μετά το Πάσχα, όταν όλοι εμείς μαζί με τις οικογένειές μας είχαμε «θρηνήσει» τα πάθη, την ταφή και την ανάσταση του Υιού του Θεού, όπως ο παπάς του κατηχητικού συνήθιζε ν’ αποκαλεί τον Χριστό. Ο δάσκαλος όμως, εκείνο το πρωινό της Άνοιξης, δεν είχε ανοίξει τις σελίδες του Ευαγγελίου, ούτε μας είχε δείξει μία εικόνα που να ιστορεί, για παράδειγμα, το φευγιό της Παναγίας, του Ιωσήφ και του νεογέννητου Ιησού από τη γενέθλια γη της Παλαιστίνης. Τότε δηλαδή που, κατά τις γραφές, ένας Άγγελος Κυρίου κατήλθε εξ ουρανών, για να λυτρώσει το Θείο Βρέφος από τη σφαγή των νηπίων και τη μανία του αλαζόνα Ηρώδη.

Αντιθέτως, ο δάσκαλος κρατούσε ενώπιόν μας σαν ιερό κειμήλιο – προσκύνημα μνήμης νομίζω πως το ονόμασε – ένα Λεύκωμα με ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Κάτι σαν σύγχρονες, θαρρώ, αγιογραφίες που ιστορούσαν όχι τα Θεία Πάθη, ούτε τα μαρτύρια κάποιων Αγίων, αλλά τον ξεριζωμό του Μικρασιατικού Ελληνισμού και τη γενοκτονία των Ποντίων. Ανάμεσα σε όλες αυτές τις μακάβριες φωτογραφίες υπήρχε και αυτή η φωτογραφία της γιαγιάς και του μωρού που, απ’ ό,τι κατάλαβα, κανένας Άγγελος δε βρέθηκε για να τους λυτρώσει.

Στη λεζάντα της φωτογραφίας, κάποιος ιστορικός μιλούσε προφανώς για ένα προσφυγάκι … «εικόνα πολύ συνηθισμένη κατά τις μετακινήσεις των προσφύγων (!), γιατί οι γονείς τους συχνά είχαν πεθάνει είτε στην καταστροφή της Σμύρνης είτε από τις κακουχίες στο μακρινό ταξίδι τους από τη Μικρά Ασία μέχρι την Ελλάδα». Παντού η ίδια λεζάντα να συντροφεύει τους, απανταχού της γης, ξεριζωμένους. Γιατί – όπως ακριβώς κάποιοι μύθοι θέλουν τις ψυχές των ανθρώπων να παραμένουν μετέωρες στο σύμπαν – έτσι και οι αλύτρωτες ψυχές παρέμειναν καταδικασμένες να ζουν εξόριστες από τον κήπο της Αγάπης.

Πιστεύω πως, μάλλον, αυτόν τον παιδικό κήπο εννοούσε ο ποιητής που – όπως μας διάβασε και μας εξήγησε τότε ο δάσκαλος – είχε γράψει την άνοιξη του 1938 το ποίημα με τίτλο «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου». Ξεφυλλίζοντας, τώρα, το κιτρινισμένο μαθητικό τετράδιο της 4ης Δημοτικού, διαβάζω το απόσπασμα που είχα αντιγράψει από τον μαυροπίνακα και διακρίνω ξανά την παιδική νοσταλγία για τη «χώρα του ποτέ». Για την πατρίδα που πλάστηκε στη φαντασία και έζησε μόνο σε αυτό το παιδικό όνειρο:

« – Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’ αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα από τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός

– Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά – σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σου έχει πλάσει
μία χώρα ανύπαρκτη με νόμους
έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους…»

Μετά από εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό πέρασαν χρόνια πολλά, μέχρι να συμφιλιωθώ, έστω και ελάχιστα, με αυτόν τον στίχο: ο κήπος της Αγάπης που, τόσο συχνά, ονειρεύονται οι παιδικές ψυχές παραμένει δυστυχώς μία ελπίδα ανεκπλήρωτη, «μία χώρα ανύπαρκτη», μακριά από τα όρια και τους νόμους των ανθρώπων. Γι’ αυτό και όλοι εμείς, έχοντας απαρνηθεί αυτήν την παιδική μνήμη, περιπλανόμαστε στο βίο μας επί ματαίω, κι ας μην έτυχε να νιώσουμε τον σπαραγμό του ξεριζωμού από τις πατρογονικές εστίες.

Στο δένδρο της γνώσης, πάντα υπήρχε μέσα μου μία ρίζα που γυρνούσε πίσω και θρεφόταν από αυτήν την παιδική ανάμνηση. Σ’ αυτήν την αέναη αναζήτηση, έμαθα κάποτε πως εκείνος ο ποιητής που μιλούσε για «την Ελλάδα που μας πληγώνει» καταγόταν και αυτός από τη Σμύρνη και μάλιστα συνήθιζε τα παιδικά του καλοκαίρια να τα περνά ανέμελα σ’ ένα ψαροχώρι, τη Σκάλα, κάνοντας παρέα με θαλασσινούς και ακούγοντας ιστορίες για γοργόνες, σχισμένα καραβόπανα και ταξίδια δίχως γυρισμό.

Από τότε, οι ματωμένοι μύθοι τον «στοίχειωσαν», γι’ αυτό στα ποιήματά του συχνά μιλούσε για αγάλματα ακέφαλα, που και αυτά καταποντίστηκαν στο βυθό, μαζί με τις ναυαγισμένες σχεδίες του Οδυσσέα… Για αλύτρωτες ζωές, αλύτρωτες μνήμες, και όνειρα που παρέμειναν αδικαίωτα. Για έρωτες μοιραίους που στο τέλος αποδείχτηκαν προσχήματα και ματωμένα «άδεια πουκάμισα». Για εκστρατείες δόλιες και πόλεις πυρπολημένες, όπως η Τροία και αργότερα η Σμύρνη και η Τραπεζούντα. Μνήμες, πατρίδες και ανθρώπινες ζωές που ξεπουλήθηκαν σαν πραμάτειες, μαζί με τόσους άλλους λαούς, σε στημένα παζάρια και άθλια αλισβερίσια.

Για εκείνη τη Γενοκτονία, οι απόγονοι των ξεριζωμένων μιλούν για 303.238 νεκρούς Πόντιους, ενώ κάποιοι άλλοι ανεβάζουν τα νούμερα στους 353.000. Μαζί, τώρα, με τα δικά τους κατάστιχα, οι απογραφές μιλούν για 1.221.849 Μικρασιάτες πρόσφυγες, ενώ κάποια άλλα μακάβρια τεφτέρια τούς ανεβάζουν στους 1.500.000. Με μία μόνο διαφορά.

Αν τα νούμερα φαντάζουν ιλιγγιώδη, τότε ο πόνος παραμένει ανείπωτος, κάθε φορά που η εξουσία καταντά την Ιστορία, σ’ ένα αχόρταγο κενοτάφιο βρεφών. Γιατί κανένας νους, καμία φαντασία, κανένας ιστορικός δε θα μπορέσουν ποτέ να ιστορήσουν το κλάμα αυτού του ορφανού. Ούτε καν κανείς θα βρεθεί για να σηκώσει το βάρος αυτής της γριάς που, λίγο πριν σβήσει η φλόγα στο καντήλι της, κλήθηκε ν’ αναθρέψει το εγγονάκι της.

Μπροστά σε τούτη την ασπρόμαυρη μνήμη, καθένας ας αναλογιστεί το μερτικό στο χρέος του.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Νόστιμον Ήμαρ

Sunday, May 12, 2019

Μάγδα Φύσα: "γιατί αυτή η μάνα δεν είναι επέτειος"



Από τον Γιάννη Δημογιάννη

Δύο μέρες μετά την παράσταση – πραξικόπημα, ντρέπομαι για τον τόπο και το λαό μου. Οι θρασύδειλοι βρήκαν ξανά μπόσικο το μαγαζί, και ξέρασαν σα φαρμάκι, τη χολή τους. Ο ναός λαφυραγωγήθηκε και πάλι από αυτούς, που κάρφωσαν τον μονάκριβό σου. Και εσύ, μάνα, στάθηκες και πάλι μόνη, απέναντί τους. Πώς να σ’ αντικρίσω τώρα στα μάτια; Χθες, όταν χίμηξες στους δολοφόνους, η ανάσα μου πάγωσε. Την ώρα που τα μάτια σου έβγαλαν πυρκαγιές, οι λέξεις λύγισαν. Οι έννοιες ξεγυμνώθηκαν, οι ψυχές κρύφτηκαν στη γωνία.

Απέμεινες μόνη, και πάλι, Μάγδα, αλλά ποτέ δεν παραδέχτηκες την ήττα… Έπρεπε να σώσεις τόσα κρυμμένα τιμαλφή. Τόσες φωλιές νερού να συντηρήσεις μες στις φλόγες. Τόσες σχεδίες ναυαγών να ξαναστήσεις. Τόσους δράκους και σιδερόφρακτους στρατιώτες να κλείσεις στις σπηλιές. Γι’ αυτό, και οι φασίστες, έδειξαν με άηχες κραυγές, τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά τους. Η πρόγνωσίς τους ασφαλής: θα πέσει η πόλις. Αυτός είναι ο μόνος τους πόνος.

Και εσύ, μπροστά, πάντα μπροστά, φράζεις με σύνεση το τελευταίο σου φυλάκιο. Στο στέρνο σου κρεμάς τον Ήλιο του μονάκριβου παιδιού σου. Στην ανάσα σου ζεσταίνεις το τραγούδι του. Στα χείλη σου, το χαμόγελό του. Στα χέρια σου, την αγκαλιά του. Είναι, που η αύρα του σε στοίχειωσε, Μάγδα. Έγινε μέσα σου, ποταμός. Τα μάτια του, ελπίδα και υπόσχεση για τα παιδιά… Τι άλλο να ζητήσεις απ’ τη ζωή; Από ποιον να εξαρτάσαι σε τούτον τον αγώνα της μνήμης, της δικαίωσης; Μόνη απέμεινες εκείνη τη νύχτα, να περιμένεις να γυρίσει σπίτι, όρθια και μόνη στήθηκες μπροστά κι απ’ το ειδώλιο. Ατόφια κι απροσκύνητη, όπως και εκείνος. Η Μάγδα, που λάτρεψε και εκείνος ∙ η μάνα, η γυναίκα πυρκαγιά.

Μπροστά σου, οι θρασύδειλοι βρήκαν το δάσκαλο, που ποτέ τους δε φαντάζονταν να συναντήσουν: Να είναι πρώτα γυναίκα, κι ύστερα Λέαινα. Γι’ αυτό κραυγάζουν οι σκιές. Γιατί νομίζουν πως θα κρύψουν τον κρύο ιδρώτα που τούς λούζει. Γιατί ποτέ τους δεν περίμεναν να συναντήσουν μπροστά τους, μία γυναίκα, όρθια και μόνη, στη φοβερή ερημιά του πλήθους. Ούτε που ζήτησες φρουρό ή παραστάτη, σε τούτη τη νύχτα, που ποτέ δε θα χαράξει. Σού είναι αρκετό το αίμα του παιδιού σου, που χύθηκε επί δικαίων και αδίκων. Το αίμα, που πάνω του έσκυψες, φίλησες και ορκίστηκες. Αυτό μονάχα μιλάει μέσα σου. Αυτό σπρώχνει το κάθε σου βήμα. Και ο όρκος της δικαίωσης έγινε η κάθε σου κραυγή, ο μόνος λόγος, που ο ποιητής βρίσκει ανάπαυση. Γιατί, αν για όλους μας, η σκέψη κατάντησε συνήθεια θλιβερή, για σένα έγινε πηγάδι, να ξεδιψάσει το δίκιο. Η αγάπη. Ο καημός.



Κανέναν δεν χρειάζεσαι, κι ούτε ποτέ σου θα καλέσεις. Εμείς μόνο χρωστάμε στον εαυτό μας, για να δικαιολογήσουμε το οξυγόνο, που ξοδεύουμε στη ζήση. Εμείς προστρέχουμε στη θέση του, που ορφάνεψε. Στη θέση εκείνη, που ποτέ δε θα γεμίσει. Το ξέρουμε Μάγδα… Το γιό σου τον μονογενή, τον έχασες στη γειτονιά, που εσύ τον έθρεψες ελεύθερο, και Άνθρωπο. Στη θέση του, όμως, προστρέχουμε όλοι εμείς, οι βολεμένοι. Όχι για να καλύψουμε το κενό που άφησε ο γιός σου, γιατί αυτό ποτέ δε θα στερέψει στον κόσμο, και το χρόνο. Είναι που εμείς χρωστάμε να γίνουμε, επιτέλους, οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της ζωής, για τη ζωή. Γιατί εμείς πρέπει να χωρέσουμε πως η λαχτάρα ετούτη γεννήθηκε από μία μάνα σαν του λόγου σου. Είναι γιατί εμείς χρειάζεται να προσπεράσουμε τα σύννεφα, που στοίχειωσαν τις ψυχές μας. Είναι που όλοι εμείς χρωστάμε στον Ήλιο της δικαιοσύνης. Είναι που εμείς, Μάγδα του Παύλου, πρέπει να δούμε λιγάκι Ουρανό. Έστω, και μία στάλα απ’ την καρδιά σου. Μάνα δική μας! Μάνα της ελπίδας της γενιάς μας, και των επόμενων γενιών.

το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Νόστιμον Ήμαρ

Γιάννα Κουκά: " Η Παναγία…της Υεμένης"

προσφυγάκια

Μόνο σε λίγες ώρες οι δωρεές από επιχειρηματίες, για την επισκευή της Παναγίας των Παρισίων, ξεπέρασαν τα 750 εκατομμύρια ευρώ. Ν’ αφήσω εδώ κι ένα παιδί της Υεμένης.

Θα μπορούσε να είναι ένα υπέροχο έργο τέχνης, όπως είναι όλα τα παιδιά, όπως αριστουργήματα είναι όλα τα παιδιά, αν ξόδευαν, όχι χρήματα αλλά λίγο από τον χρόνο τους να το δουν.

Παιδιά, η Παναγιά της Υεμένης.

 ÃŽÂ— εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, υπαίθριες δραστηριότητες

Κάποιοι έχουν μπερδευτεί. Πραγματικά μπερδευτεί. Καταντάνε αγενείς μέσα στο μπέρδεμά τους. Δε μιλά κανένας για το σώσιμο του έργου τέχνης. Δεδομένο για μένα αυτό. Ήταν υπέροχο. Να γίνει όπως πριν. Να γίνει καλύτερο. Να γίνει υπέροχο ξανά.
Μα βλέπεις όταν μαζεύονται τόσα χρήματα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα από τους πλούσιους της γης, δεν έχω παρά να θυμώσω. Για τα παιδιά της Συρίας που άφησαν μέσα στις βόμβες και τα ερείπια.Για τα παιδιά του Ιράκ και του Αφγανιστάν που εγκατέλειψαν έρημα. Για τα παιδιά της Υεμένης και της Αφρικής που τα ΄δαν να πεθαίνουν από πείνες και δίψα και λεφτά δεν υπήρχαν για αυτά. Υπήρξαν μόνο βόμβες, λοιμός και θάνατος. Υπήρξε αδιαφορία, σιωπή. Νεκρική σιωπή.

Η εικόνα ίσως περιέχει: 4 άτομα

Σώπα, σώπα μη μιλάς για τον φτωχό του κόσμου. Θυμώνω για τις συνθήκες που ζουν οι άστεγοι στα ένδοξα Παρίσια. Οι φτωχοδιάβολοι της γης. Θυμώνω για τους ύπνους τους στα σκαλιά των ακριβών μαγαζιών των πλουσίων που τους έσπρωξαν και χρήματα δεν τους έδωσαν. Ούτε για αυτούς υπήρχαν.



Θυμώνω για πολλά πράγματα. Δεν είναι το έργο τέχνης που ήθελαν να σώσουν, είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε.  Οι πλούσιοι σώζουν τις Notre Dame κι όχι τις Παλμύρες. Θα έπρεπε να το έχεις καταλάβει πως έργα τέχνης είναι οι άνθρωποι. Βιτρώ ολόκληρα είναι οι άνθρωποι.

το άρθρο αλιεύθηκε από εδώ:
https://www.prologos.gr/%CE%B7-%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%85%CE%B5%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B7%CF%82/?fbclid=IwAR18vhZRASMSEZqKe8ofsdOmgB_zRMaRZBFR3qwDerl04D2pP1TJXjImFeA

Ηλίας Γιαννακόπουλος: «Ο Σάρτρ και ο Γαλλικός Μάης του ‘68»

ΙΔΕΟπολις
https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/
ΗΛΙΑ  ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ




«Ο Σάρτρ και ο Γαλλικός Μάης του ‘68»

«Ο επαναστάτης είναι ο ακροβάτης του ονείρου»

    Ο Μάιος ως μήνας ευτύχησε να συνδεθεί με δυο γεγονότα που αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για την ιστορία του ανθρώπου και τον πολιτισμό του. Το πρώτο γεγονός αφορά τον ξεσηκωμό των εργατών στο Σικάγο το 1886 που διεκδίκησαν ως ανθρώπινο δικαίωμα το 8ωρο στην εργασία αλλά και στην ανάπαυση. Η ιστορία δικαίωσε τον αγώνα τους, αν και στις μέρες μας πληθαίνουν τα φαινόμενα παραβίασης αυτού του δικαιώματος κι αυτής της κατάκτησης.
    Το δεύτερο γεγονός που ταυτίστηκε με το Μάιο είναι η εξέγερση των φοιτητών – και όχι μόνο – στη Γαλλία το 1968. Ο Γαλλικός Μάης του ’68 δεν κεντρίζει τη μνήμη μόνον εκείνων που συμμετείχαν στα γεγονότα – είτε ως πρωταγωνιστές είτε ως θεατές ή και ακροατές ή αναγνώστες – αλλά και όλων εκείνων που αμφισβητούν και εξεγείρονται. Ο Γαλλικός Μάης του 1968 δεν ήταν μόνο μια εξέγερση νεανική αλλά εμπεριείχε στοιχεία κοινωνικής ανυπακοής, πολιτικής «αναρχίας» και πολιτιστικής ανάταξης. Ο Γάλλος φιλόσοφος Εντγκάρ Μορέν χαρακτήρισε το Γαλλικό Μάη ως μια «έκσταση της ιστορίας».

Ο πάνδημος χαρακτήρας της εξέγερσης

    Η αμφισβήτηση και η εξέγερση ήταν πάνδημη. Αντικείμενο αμφισβήτησης η κοινωνία και το καπιταλιστικό σύστημα που έτρεφε το άγχος, την αγωνία, τη μοναξιά, την πλήξη, τη νεύρωση και απονεύρωνε τη ζωή από κάθε νόημα. Γι’ αυτό όλοι βγήκαν στους δρόμους. Οι φοιτητές καταγγέλλουν το εκπαιδευτικό σύστημα και το σύστημα διδασκαλίας. Οι εργάτες, τη μηχανοποίηση της εργασίας. Οι γυναίκες διεκδικούν την απόλυτη χειραφέτηση. Οι δημοσιογράφοι εγκαλούν την κατευθυνόμενη πληροφόρηση. Οι νέοι απομυθοποιούν την ψευδή ελευθερία που κατακτιέται μέσα από την υποταγή στο καταναλωτικό όραμα. Μέσα στη θρυμματισμένη πραγματικότητα της δεκαετίας του 1960 που οι άνθρωποι ένιωθαν ανίκανοι να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους η εξέγερση ήταν η μόνη διέξοδος. Το έως τότε «αδιάφορο» πλήθος αρνήθηκε τον εφιάλτη της επιβίωσης και αναζήτησε ένα νόημα ζωής μέσα από την άρνηση και το σαρκασμό της καταναλωτικής ευδαιμονίας. Η δυσαρέσκεια έγινε οργή, θυμός και αντίσταση.

              
    Γενικότερα ο Γαλλικός Μάης του ’68 συμπύκνωσε όλες τις επιθυμίες για υπέρβαση κι αποδέσμευση από την κοινωνία της αφθονίας. Μέσα από αυτόν αναδείχτηκε η αξία της συλλογικής δράσης, η ηθική της αλληλεγγύης, το πρότυπο της άμεσης δημοκρατίας σε συνδυασμό με τη διαρκή αμφισβήτηση και κριτική. Εξίσου σημαντική ήταν και η αναφορά στο ρόλο της πολιτικής και στη σημασία της πολιτιστικής αφύπνισης. Η κοινωνία του θεάματος καταγγέλλεται ως φενάκη συνειδήσεων και τα καταναλωτικά πρότυπα ως φορείς μιας φασματικής ελευθερίας. Τα συνθήματα των εξεγερμένων του Παρισιού ξεπέρασαν τα σύνορα της Γαλλίας και έγιναν αιτήματα όλων των «σκεπτόμενων» και «ανησυχούντων». «Η ποίηση είναι στους δρόμους», «καταναλώστε λιγότερο, ζήστε περισσότερο».

Ο Σαρτρ στα οδοφράγματα

    Πρωταγωνιστής όλων των διαδηλώσεων ο ανώνυμος λαός, οι φοιτητές αλλά και μερικοί επώνυμοι πνευματικοί άνθρωποι, όπως ο Ζαν Πωλ Σάρτρ. Ο τελευταίος άφησε το γυάλινο πύργο της φιλοσοφίας και μπήκε στο πλήθος στήνοντας οδοφράγματα. Το «πνεύμα» συγκρούστηκε με τη βία του συστήματος. Όλοι αμφισβητούν τα πάντα. Τα αυτονόητα θρυμματίζονται και η επιθυμία γίνεται εξέγερση. Οι διανοούμενοι και ιδιαίτερα η σημασία του Γαλλικού Μάη, ο Σάρτρ, εισβάλλουν σαν αρνητές κάθε παραδοσιακής αξίας και σαρκάζουν τα καθιερωμένα.

    «Κάθε εξουσία διαφθείρει, η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα»

    Το σύστημα αντιδρά. Τα στερεότυπα κλονίζονται και οι «ηγέτες» νιώθουν μετέωροι και ανασφαλείς. Το πνεύμα της συντήρησης βιώνει τον εφιάλτη της επανάστασης. Το προοδευτικό αποδομεί τα βάθρα του παραδοσιακού και η αμφισβήτηση κυριαρχεί σε όλα τα επίπεδα. Οι πολιτικοί εγκλωβισμένοι στην παραδοσιακή πολιτική χρησιμοποιούν βία για να καταπνίξουν τη δύναμη της αλλαγής. Όλοι κραυγάζουν πως πρέπει να «συλληφθεί» ο πνευματικός ηγέτης αυτής της εξέγερσης. Να φυλακιστεί, δηλαδή, ο Σάρτρ. Ο αρχηγός του κράτους αρνείται να προβεί σε μια πράξη εκ προοιμίου ατελέσφορη. Ο ρεαλισμός της πολιτικής ηττήθηκε από την ουτοπία και τη φαντασία των εξεγερμένων. 

«Η φαντασία στην εξουσία».


    Από την κορυφή της πολιτικής πυραμίδας (Ντε Γκωλ) κι από τα έγκατα του συντηρητικού συστήματος διατυπώνεται η θέση πως ο «Βολταίρος» δεν συλλαμβάνεται. Καθίσταται, δηλαδή αντιληπτό πως το πνεύμα είναι άυλο και γι’ αυτό ασύλληπτο. Εξάλλου, η δημοκρατία διδάσκει πως δεν «διώκονται οι ιδέες αλλά οι πράξεις». Οι ιδέες δεν φυλακίζονται, όπως το φως και οι ακτίνες του ήλιου. Το πνεύμα εμπνέει, προκαλεί, αναταράσσει, αναστατώνει. Οι φορείς του πνεύματος δεν αντιμετωπίζονται με υλικά μέσα – όπλα. Το ξίφος της εξουσίας «στομώνει» από την αντίσταση του πνεύματος που χαλυβδώνει την επιθυμία για αλλαγή.

Η νίκη του πνεύματος

Οι πνευματικοί άνθρωποι – και τέτοιους είχε πολλούς η Γαλλία (Ρουσσώ – Βολταίρος – Σάρτρ) – είναι οι αρνητές του παλιού και οι μόνοι που μπορούν να προβάλλουν «αναιδείς αλήθειες». Το πνεύμα της εξέγερσης σαρώνει το φόβο του πλήθους που για πρώτη φορά νιώθει πρωταγωνιστής της ζωής του. Στο πνεύμα αυτό συμπλέκονται η σοφία, η πίκρα και ο σαρκασμός. Η αποσύνθεση των παραδοσιακών αξιών και η συνειδητοποίηση πως το παλιό εξαϋλώνεται δικαιώνει τη δύναμη και τη δυναμική του πνεύματος. Αυτό δεν γνωρίζει κανόνες, συμβάσεις και νόμους. Είναι ανυπότακτο και δεν λυγίζει. Αποσυντονίζει όλες τις εξουσίες και τις αχρηστεύει.

               
Ωστόσο η εξέγερση του Μάη του ’68 τρόμαξε πολλούς που υποκριτικά επικαλούνται την «τάξη» και το συμφέρον της πατρίδας. Είναι αυτοί που εγκλωβισμένοι στα «σχήματα» - δειλοί και μοιραίοι- και έχοντας αποκοπεί από τις βασικές πηγές της ζωής αρνούνται στους άλλους τη χαρά και τη δόξα από την υπέρβαση των σχημάτων. Ό,τι δεν τόλμησαν οι ίδιοι, αλλά σφοδρά επιθυμούσαν, δεν το επιτρέπουν και στους άλλους. Βυθισμένοι στη δειλία και το συντηρητισμό τους προσπαθούν να επιβεβαιωθούν όχι μέσα από τη δική τους αντίδραση αλλά υποβιβάζοντας τους αρνητές των σχημάτων. Βλέπουν παντού κινδύνους και καταστροφές και αισθάνονται ασφαλείς μόνο στην ακινησία των σχημάτων.

Η εξέγερση που φόβισε

     Βέβαια ο Γαλλικός Μάης του 1968 δεν δικαιώθηκε ιστορικά από αυτά που πέτυχε αλλά από τον τρόμο που προκάλεσε στο σύστημα και τους εκφραστές του. Τίποτα πλέον δεν θεωρείται αυτονόητο και δεδομένο. Γιατί η ζωή δεν βρίσκεται στη «βεβαιότητα» που εξασφαλίζει το σύστημα αλλά στην πάλη με το άγνωστο και στην αναμέτρηση με τον κίνδυνο.

«Οι ανέσεις είναι το όπιο του λαού»

    Δεν αποτελεί, λοιπόν, παραδοξότητα η άρνηση του στρατηγού Ντε Γκωλ να συλλάβει το Σάρτρ τον πνευματικό εκφραστή της εξέγερσης. Ήταν μια σοφή στάση μέσα στην ανασφάλεια και το φόβο που προκάλεσε η ορμή του πνεύματος. Γιατί τελικά διαπιστώθηκε πως οι «δεσμοφύλακες του πνεύματος αυτοαιχμαλωτίζονται».

     Αλλά εκείνο που δίδαξε ο Μάης του 68 και η συμμετοχή του Σαρτρ σε αυτόν ήταν:

«Δεν υπάρχουν σκέψεις επαναστατικές, μόνο πράξεις»

ideopolis

το κείμενο προσφέρθηκε από το συγγραφέα για τους αναγνώστες της ιστοσελίδας

Ιρένα Σέντλερ: Η "μάνα" που έσωσε 2.500 παιδιά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Ιρένα Σέντλερ: Η ηρωίδα που έσωσε 2.500 παιδιά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

“Ένας ήρωας κάνει τρομερά πράγματα. Εγώ δεν έκανα κάτι τρομερό. Αυτό που έκανα ήταν κάτι φυσικό και συνηθισμένο”.
Επιμέλεια: Τόνια Γκόρου 

Η Ιρένα Σέντλερ, η οποία στα χρόνια του παγκοσμίου πολέμου διέσωσε από τα κρεματόρια των Ναζί 2.500 παιδιά εβραϊκών οικογενειών και βοήθησε να διαφύγουν από το γκέτο της Βαρσοβίας.

Λίγο πριν τον θάνατό της, την 12η Μαϊου του 2008 σε μια εκδήλωση, η 98χρονη τότε Ιρένα έλεγε ότι «κάθε παιδί που σώθηκε με τη βοήθειά μου και όλων των υπολοίπων, που δεν βρίσκονται πλέον εν ζωή, είναι κυρίως η αιτιολογά της ύπαρξής μου σε αυτή τη γη και όχι ο λόγος για τιμές».

enallaktikos-gr-irena-sendler-nazi-evraioi

Ποια είναι η ιστορία πίσω από την γυναίκα που έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του 20ου αιώνα;

Γεννημένη τον Φεβρουάριο του 1910 στη Βαρσοβία, η Ιρένα Σέντλερ στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρέθηκε νοσηλεύτρια στην υπηρεσία Πρόνοιας στη Βαρσοβία της Πολωνία και βίωσε τον εκτοπισμό των Εβραίων, και τον αποκλεισμό τους στο τρομερό γκέτο της πόλης.
Μαζί με την Πρόνοια, οργάνωνε συσσίτια για αρχή σε κάθε γειτονιά της πόλης και στήριζε οικονομικά αδυνάμους, ορφανά και ηλικιωμένους. Μετά την γερμανική εισβολή, χάρη στην ίδια πολλοί Εβραίοι αποκτούν πλαστά χριστιανικά ονόματα. Επίσης, προφασίζεται ότι πολλές εβραϊκές οικογένειες έχουν προσβληθεί από τύφο ή φυματίωση προκειμένου να αποφευχθεί ο έλεγχος από τς γερμανικές αρχές. 

enallaktikos-gr-irena-sendler-nazi-evraioi

Η…Γιολάντα και η Ζεγκότα

Γνωστή με το κωδικό όνομα Γιολάντα, γίνεται από τα πρώτα μέλη της Ζεγκότα, του Συμβουλίου Βοήθειας πρός τους Εβραίους υπό την οργάνωση της Υπόγειας Πολωνικής Αντίστασης, η οποία λάμβανε χρηματοδότηση από την εξόριστη κυβέρνηση της Πολωνίας. Με την κάλυψη που της παρείχε η στολή της νοσοκόμας, έμπαινε στο γκέτο της Βαρσοβίας προσπαθώντας να διασώσει τα παιδιά, καθώς έβλεπε ότι τα περιθώρια επιβίωσης συνεχώς στένευαν.

enallaktikos-gr-irena-sendler-nazi-evraioi

Κι όμως, η λίστα της Σέντλερ μεγάλωνε. Μερικές φορές τα μικρά αγγελούδια μεταφέρονταν σε φέρετρα ως θύματα του τύφου με σφραγισμένα τα στόματα για να μην κλάψουν. Αλλα φυγαδεύτηκαν κρυμμένα μέσα σε σακιά με πατάτες.
Όσα παιδιά κατάφεραν να διασωθούν, είχαν μάθει να προσεύχονται κάνοντας το σχήμα του σταυρού ενώ διδάσκονταν παράλληλα, αποσπάσματα της Αγίας Γραφής για να μην κινήσουν τις υποψίες. Το έργο ωστόσο, κάποιες φορές γινόταν πιο δύσκολο από τους ίδιους τους γονείς που δυσκολεύονταν να τα αποχωριστούν.
Τα παιδιά πηγαίνουν σε πολωνικές οικογένειες, σε ορφανοτροφεία και μοναστήρια όπου εκεί τα φροντίζουν καλόγριες.
Επρόκειτο για μία ατελείωτη λίστα παιδιών για τα οποία η Ιρένα μετά τον πόλεμο , τον Ιανουάριου του 1945, όταν απελευθερώθηκε η Βαρσοβία ξεκίνησε αγώνα για να τα παραδώσει πίσω στις οικογένειές τους, όσες είχαν βέβαια επιζήσει. Τα προσωπικά στοιχεία κάθε παιδιού είχαν φυλαχτεί μέσα σε μικρά βάζα τα οποία επιμελώς έθαβε στη γη για να μη βρεθούν από τα Ες-Ες ή την Γκεστάπο.

Η Ιρένα με κάποια από τα παιδιά που έσωσε (Βαρσοβία, 2005)

enallaktikos-gr-irena-sendler-nazi-evraioi

Η προδοσία και η σύλληψη

Κάποια στιγμή, η ηρωίδα συνελήφθη, βασανίστηκε από τους Γερμανούς και τυχαία γλίτωσε την εκτέλεση. Η σύλληψη γίνεται μετά από την αποκάλυψη του ονόματός της από έναν συνεργάτη της.
Παρά τα άγρια βασανιστήρια που δέχεται, η ίδια αρνείται να αποκαλύψει όσα ονόματα είχε διασώσει με αποτέλεσμα να υποστεί βίαιους ξυλοδαρμούς σε σημείο να της σπάσουν και τα δύο πόδια.

Image result for ιρένα σέντλερ ταινια

Μέσα στη φυλακή ορίζεται αργότερα η ημερομηνία εκτέλεσής της η οποία τελικά δεν έγινε λίγα λεπτά πριν το απόσπασμα έπειτα από τη δωροδοκία φρουρού από τη Ζεγκότα.
Από το 2008 που πέθανε μέχρι και σήμερα, τα παιδιά που είχε διασώσει δεν έπαψαν να διαδίδουν το μεγαλειώδες έργο της. «Διέσωσε όχι μόνα εμάς αλλά τα παιδιά και τα εγγόνια μας, τις γενεές που θ’ ακολουθήσουν» έλεγε χαρακτηριστικά μια επιζήσασα.

enallaktikos-gr-irena-sendler-nazi-evraioi

Οι διακρίσεις και η ταινία

Στην Πολωνία, η Ιρένα θεωρείται πλέον εθνική ηρωίδα, ενώ έχει λάβει παράλληλα πολλά τιμητικά βραβεία. Το 2007 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ.

enallaktikos-gr-irena-sendler-nazi-evraioi

Το 2000 η ιστορία της γνωστοποιείται περισσότερο παγκοσμίως, όταν τέσσερις μαθητές από το Κάνσας των ΗΠΑ, αναλαμβάνουν να εκπονήσουν εργασία με θέμα τη ζωή και το έργο της, σκηνοθετώντας ένα σύντομο θεατρικό έργο, με τίτλο, “Life in a Jar”. 

enallaktikos-gr-irena-sendler-nazi-evraioi

το άρθρο αλιεύθηκε από εδώ:
http://www.enallaktikos.gr/ar23358el-irena-sentler-i-irwida-poy-eswse-2500-paidia-ston-v-pagkosmio-polemo.html

Χάρις Αλεξίου: "Μητέρα φίλη μου παλιά"


το βίντεο μεταφορτώθηκε από το χρήστη
Maria Ivanova
Published on Nov 7, 2009

MOTHER MY OLD FRIEND
Music and lyrics by Haris Alexiou
Album To paihnidi tis agapis / Το παιχνίδι της αγάπης

ΜΗΤΕΡΑ, ΦΙΛΗ ΜΟΥ ΠΑΛΙΑ

Ένα χτενάκι στα μαλλιά
Μια πινελιά πάνω στο γκρίζο
Μητέρα, φίλη μου παλιά
το παρελθόν σου ψηλαφίζω
Στο πιο κρυφό σου μυστικό
ψάχνω να βρω τι έχει φταίξει
ποιο χρέος σου απλήρωτο
τη μοίρα μου έχει παγιδέψει

Τι δεν μου χεις πει
τι μου έχεις κρύψει 
Ποιον αγάπησες, μητέρα 
Ποιος σου έχει λείψει
Πως θα λυτρωθείς
Πως θα με λυτρώσεις 
Στη δική σου μοίρα, μάνα
Μη με παραδώσεις

Σε ποια ρωγμή του φεγγαριού 
Είχες το πάθος σου κρυμμένο
Με την ντροπή του κοριτσιού
που ναι απ αγάπη ξεχασμένο
Πες μου ποιο θάνατο θρηνεί
αυτή η ρυτίδα πλάι στο στόμα
ποιάν ενοχή σου μακρινή 
πληρώνει το δικό μου σώμα

Category
Music

Ένα Αγγελάκη έφυγε – μιλώντας μαζί της

ΔΙΑΔΡΑΣΗ Ένα Αγγελάκη έφυγε – μιλώντας μαζί της Το ποίημα “Λέει η Πηνελόπη” – γραμμένο από την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ – το δι...