Ιωάννα Καρυστιάνη: "Χίλιες ανάσες", ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα
Γράφει ο Γιάννης Στρατούλιας
εκδ. Καστανιώτη, 2018, σελ. 320
Το νέο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη «Χίλιες ανάσες» είναι ένα πολυπρόσωπο, πολυφωνικό, πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που επιδέχεται πολλές αναγνώσεις ανάλογα με τις κυρίαρχες προσλαμβάνουσες του αναγνώστη. Η πλοκή του εκτυλίσσεται τα τελευταία σαράντα δύο χρόνια της μεταπολίτευσης, περίοδο που η Ιωάννα Καρυστιάνη γνωρίζει καλά αφού την έχει ζήσει ως ενεργό πολιτικό υποκείμενο.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα ακούς ένα πλήθος φωνών∙ άλλοτε χαμηλόφωνα άλλοτε δυνατά σε διαπερνά μια πολλαπλότητα νοημάτων. Μετέχεις σε μια διαδικασία εικονοποίησης μέσω των λέξεων. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής γραφής της Καρυστιάνη, ποτισμένης στην προφορικότητα, η εικονοποιητική της δύναμη. Αν το προτελευταίο βιβλίο της, «Το Φαράγγι», είναι μια εικονοποία της φύσης, της κρητικής φύσης και της βίας – εμφανέστατο στην περιγραφή του ναυαγίου, οι «Χίλιες Ανάσες» είναι η εικονοποιία της λεπτομέρειας∙ της λεπτομέρειας των ανθρώπινων καταστάσεων και των πραγμάτων.
Στο βιβλίο συνυπάρχουν πολλά πρόσωπα, ζώντα και πεθαμένα. Είναι το είδος εκείνων των ανθρώπων που η συγγραφέας επιλέγει για ήρωες στα περισσότερα μυθιστορήματά της. Άνθρωποι καθημερινοί, ταπεινοί∙ όχι ταπεινωμένοι. Την ενδιαφέρουν τα πλάσματα «που βαδίζουν στα μέσα σκοτάδια, διαβάζουν τα άγραφα και μιλούν τα ανείπωτα». Ολόκληρος ο άνθρωπος στην υλική και άυλη υπόσταση του∙ ο άνθρωπος που ακούει, βλέπει, αγγίζει, οσφραίνεται, γεύεται, αναρωτιέται, σκέπτεται, αποφασίζει.
Όσα συγκροτούν την πλοκή του βιβλίου διαδραματίζονται σε ένα μικρό φανταστικό νησί κάπου στο Αιγαίο με το όνομα Κουκούτσι. Όχι κοντά, ούτε μακριά από τα σημεία που τα τελευταία χρόνια έχουν λάβει χώρα οι μεγάλες προσφυγικές ροές. Άλλωστε, τα φανταστικά πράγματα δεν υπόκεινται στη λογική του αντικειμενικού χώρου.
Όλα αρχίζουν όταν ένας ντόπιος ψαράς ανασύρει με τα δίχτυα του ένα ημιαποσαρθρωμένο, από την παραμονή του στη θάλασσα, ανδρικό πτώμα στις 17/11/2015. Γύρω από αυτό το πτώμα, σαν σε ομόκεντρους κύκλους, κινούνται τα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Η Πηγή Βογιατζή, μηχανικός αυτοκινήτων, παράδοξο επάγγελμα για μια γυναίκα, που θα αναγνωρίσει στο ανασυρμένο πτώμα, το σώμα του άνδρα της Στέλιου που έχει ανεξήγητα χαθεί από τις 27/8/2015. Μια αναγνώριση που λίγο μετά θα της γίνει βάσανο, καθώς αρχίζει να έχει αμφιβολίες για την ορθότητα της.
Μαζί της, περισσότερο νοερά, η κόρη της Αμαλία που ζει στην Αθήνα και επισκέπτεται αραιά και που το μικρό νησί. Οι δύο παιδικές φίλες της Πηγής, η Πόπη Χράπη μεταφράστρια σε σοβαρή κρίση ηλικίας που μοιράζεται τη ζωή της ανάμεσα σε Αθήνα και Κουκούτσι και η Πέπη Μειντάνη, χωρίς σπουδές, άτεκνη χήρα μετά από ένα άσχημο γάμο, αμετακίνητη κάτοικος του μικρού νησιού. Λάτρης του κινηματογράφου εμμονικά παρακολουθεί ταινίες στο DVD δεδομένου ότι στο νησί δεν υπάρχει κινηματογραφική αίθουσα. Είναι νομίζω σαφής η πρόθεση της συγγραφέως να δηλώσει τη δική της αγάπη στην έβδομη τέχνη. Έχει υπογράψει άλλωστε πολλά σενάρια που έγιναν ταινίες από το σκηνοθέτη σύζυγο της Παντελή Βούλγαρη.
Σε λίγο μεγαλύτερη ακτίνα γύρω από τις παραπάνω τέσσερις γυναίκες, οι δύο παιδικοί φίλοι του Στέλιου, παλιοί συμμαθητές του, Ηλίας και Ισίδωρος, με τα μεγάλα όνειρα της νιότης τους τσακισμένα στην ηλικία των 58 ετών, αυτοί που 40 χρόνια πριν ήσαν «τα τρία παλικάρια, χαριτωμένοι, τετραπέρατοι καβάλα στο καλάμι των 18 ετών».
Στην πλοκή του μυθιστορήματος συναντάμε επίσης τον Μάνο Λουκάκη κρητικό στην καταγωγή εγκατεστημένο στη Σάμο, αρωγός και προστάτης των προσφύγων ο υπερφυσικός Μάνος. Η Αμαλία τον γνώρισε στην πλατεία Συντάγματος στις συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων και στη συνέχεια έγιναν ερωτικό ζευγάρι. Ο Θοδωρής Βιογιατζής αρχιτέκτονας , πρώτος εξάδελφος του Στέλιου, τώρα στα 65 του «τυλιγμένος πια την κάπα της πικρής σοφίας, το σάβανο κάθε εξέγερσης». Νέος είχε ενεργή πολιτική δράση, βασανίστηκε στα χρόνια της χούντας.
Μαζί με όλους τους παραπάνω, οι εγγλέζες τρελογιατρίνες συνταξιούχες ψυχαναλύτριες που ως αναχωρήτριες επέλεξαν το Κουκούτσι για να ζήσουν ένα μέρος από το λυκόφως της ζωής τους. Τον κύκλο των προσώπων του μυθιστορήματος κλείνει ο Μακεδόνας υπαστυνόμος Ιορδάνης Χατζηζαμάνης.
Η Ιωάννα Καρυστιάνη, χωρίς να φλυαρεί, άλλοτε ακραία ρεαλιστική, άλλοτε κυνική κάποιες φορές ειρωνική, λυρικοποιητική κάποιες άλλες, ανατέμνει τον ψυχισμό των ηρώων της. Οι λέξεις της γίνονται σκαπτικά εργαλεία και διεισδύει στην ψυχική ενδοχώρα των ηρώων αγγίζοντας τις ματαιώσεις τους, τις ενοχές τους, τις ιαματικές εμμονές τους, τα πένθη, τις όποιες ζωντανές ακόμα ελπίδες τους, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα κοιτάσματα ανθρωπιάς. Ούτε από τις ατομικές ιστορίες ούτε από τη συλλογική ιστορία, όπως παρατίθενται στο βιβλίο, απουσιάζουν κρίκοι. Όλα καθορισμένα από την ιστορική τους αιτιότητα ακόμη και όταν τα γιατί μένουν αναπάντητα. Μακριά από την Καρυστιάνη ο ιστορικός σχετικισμός, αυτή η σύγχρονη εκδοχή της ιστορίας που βολεύει τον τρέχοντα βάρβαρο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Εκδοχή που υιοθετούν ακόμα και οι συντηρητικοί κύκλοι που ανέκαθεν λάτρευαν την παράδοση και υμνούσαν την ιστορία μέχρι την θεοποίησή της.
Εκτός από το θάνατο του Στέλιου που σκιάζει τους πρωταγωνιστές και όλο το νησί, ένας άλλος θάνατος, 40 χρόνια πριν, ρίχνει στο παρόν τη βαριά σκιά του. Πρόκειται για το τραγικό τέλος της Νίνας, μια 18χρονης όμορφης κοπέλας, που σκοτώθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στον Φουντωτό Βράχο του νησιού. Μαζί της ήσαν οι τρεις 18χρονοι τότε φίλοι – ο Στέλιος, ο Ηλίας, ο Ισίδωρος – ερωτευμένοι και οι τρεις μαζί της. Ο τραγικός θάνατος της Νίνας σημάδεψε τη μετέπειτα ζωή και των τριών.
Η Καρυστιάνη συνδέοντας τους δύο αυτούς θανάτους διαμορφώνει έναν αφηγηματικό χρόνο που κινείται από το σήμερα στο παρελθόν και αντίστροφα. Στη διαδρομή αυτού του χρόνου ο αναγνώστης συναντά τα μεγάλα πολιτικά κοινωνικά γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών της ελληνικής ιστορίας. Γίνονται αναφορές σε σημαντικές κοινωνικές αλλαγές που σημειώθηκαν ολιγόλογα και εύστοχα. Γράφει χαρακτηριστικά «είχε αναρωτηθεί μερικές φορές έτσι στο γενικό πως οι άνθρωποι κάνουν στα αλήθεια ό, τι επιθυμούν, πόσοι ιεραρχούν σωστά τις επιθυμίες τους μήπως δεν επιθυμούν κάτι πολύ ώστε να αξίζει να το παλέψουν, μήπως δεν ξέρουν καν να επιθυμούν» (σελ. 95). Προβληματισμοί που παραπέμπουν στη σύγχρονη μετα-λακανική σκέψη που μιλά για τη νέα ψυχική οικονομία της μετανεωτερικότητας.
Το προσφυγικό ζήτημα επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε διαπερνά το βιβλίο. Σε αυτό εμπλέκει άμεσα τα δύο νεότερα πρόσωπα του μυθιστορήματος,την Αμαλία και τον Μάνο.
Οι «Χίλιες Ανάσες» πέραν του να θεωρηθούν ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, μπορούν να διαβαστούν επίσης και ως μία πολιτική αλληγορία. Μια αλληγορία που ξεκινά με μια νότα μελαγχολίας όσο αφορά την Αριστερά, αλλά στην εξέλιξή της και προς το τέλος αναδίδει αισιοδοξία. Μια αισιοδοξία που απορρέει από την πίστη της Καρυστιάνη στη νέα γενιά που μάχεται, ερωτεύεται, παλεύει και κυρίως γνωρίζει. Από «Το Φαράγγι» ήδη έχει επισημαίνει «οι μεγάλοι χαλάσαμε τους δρόμους, παλιώσαμε και παλιώσανε με εμάς και οι δρόμοι που πατήσαμε, οι νέοι πρέπει να ανοίξουν καινούργιους» ( σ. 263). Δεν νομίζω ότι τυχαία στην τελευταία σελίδα του βιβλίου η συγγραφέας κάνει την Αμαλία κάτοχο μιας βασικής για τη μυθοπλασία γνώσης. Μόνον σε αυτή δίνεται και μέσω αυτής συμβολικά στη νέα γενιά∙ τη γενιά, που μέσα από την ιστορική γνώση και τις χίλιες ανάσες κουράγιου και ανάκτησης δυνάμεων που χρειάζονται, μπορεί να φτιάξει έναν κόσμο καλύτερο όπου «όλοι οι άνθρωποι θα είναι περιζήτητοι».
* O Γιάννης Μ. Στρατούλιας είναι ψυχίατρος και έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές. Υπό έκδοση βρίσκεται η τέταρτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Φιλόξενο σώμα» από τις εκδόσεις Κέδρος.
το άρθρο αλιεύθηκε από εδώ:
https://www.fractalart.gr/xilies-anases-karystiani/
Γράφει ο Γιάννης Στρατούλιας
εκδ. Καστανιώτη, 2018, σελ. 320
Το νέο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη «Χίλιες ανάσες» είναι ένα πολυπρόσωπο, πολυφωνικό, πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που επιδέχεται πολλές αναγνώσεις ανάλογα με τις κυρίαρχες προσλαμβάνουσες του αναγνώστη. Η πλοκή του εκτυλίσσεται τα τελευταία σαράντα δύο χρόνια της μεταπολίτευσης, περίοδο που η Ιωάννα Καρυστιάνη γνωρίζει καλά αφού την έχει ζήσει ως ενεργό πολιτικό υποκείμενο.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα ακούς ένα πλήθος φωνών∙ άλλοτε χαμηλόφωνα άλλοτε δυνατά σε διαπερνά μια πολλαπλότητα νοημάτων. Μετέχεις σε μια διαδικασία εικονοποίησης μέσω των λέξεων. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής γραφής της Καρυστιάνη, ποτισμένης στην προφορικότητα, η εικονοποιητική της δύναμη. Αν το προτελευταίο βιβλίο της, «Το Φαράγγι», είναι μια εικονοποία της φύσης, της κρητικής φύσης και της βίας – εμφανέστατο στην περιγραφή του ναυαγίου, οι «Χίλιες Ανάσες» είναι η εικονοποιία της λεπτομέρειας∙ της λεπτομέρειας των ανθρώπινων καταστάσεων και των πραγμάτων.
Στο βιβλίο συνυπάρχουν πολλά πρόσωπα, ζώντα και πεθαμένα. Είναι το είδος εκείνων των ανθρώπων που η συγγραφέας επιλέγει για ήρωες στα περισσότερα μυθιστορήματά της. Άνθρωποι καθημερινοί, ταπεινοί∙ όχι ταπεινωμένοι. Την ενδιαφέρουν τα πλάσματα «που βαδίζουν στα μέσα σκοτάδια, διαβάζουν τα άγραφα και μιλούν τα ανείπωτα». Ολόκληρος ο άνθρωπος στην υλική και άυλη υπόσταση του∙ ο άνθρωπος που ακούει, βλέπει, αγγίζει, οσφραίνεται, γεύεται, αναρωτιέται, σκέπτεται, αποφασίζει.
Όσα συγκροτούν την πλοκή του βιβλίου διαδραματίζονται σε ένα μικρό φανταστικό νησί κάπου στο Αιγαίο με το όνομα Κουκούτσι. Όχι κοντά, ούτε μακριά από τα σημεία που τα τελευταία χρόνια έχουν λάβει χώρα οι μεγάλες προσφυγικές ροές. Άλλωστε, τα φανταστικά πράγματα δεν υπόκεινται στη λογική του αντικειμενικού χώρου.
Όλα αρχίζουν όταν ένας ντόπιος ψαράς ανασύρει με τα δίχτυα του ένα ημιαποσαρθρωμένο, από την παραμονή του στη θάλασσα, ανδρικό πτώμα στις 17/11/2015. Γύρω από αυτό το πτώμα, σαν σε ομόκεντρους κύκλους, κινούνται τα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Η Πηγή Βογιατζή, μηχανικός αυτοκινήτων, παράδοξο επάγγελμα για μια γυναίκα, που θα αναγνωρίσει στο ανασυρμένο πτώμα, το σώμα του άνδρα της Στέλιου που έχει ανεξήγητα χαθεί από τις 27/8/2015. Μια αναγνώριση που λίγο μετά θα της γίνει βάσανο, καθώς αρχίζει να έχει αμφιβολίες για την ορθότητα της.
Μαζί της, περισσότερο νοερά, η κόρη της Αμαλία που ζει στην Αθήνα και επισκέπτεται αραιά και που το μικρό νησί. Οι δύο παιδικές φίλες της Πηγής, η Πόπη Χράπη μεταφράστρια σε σοβαρή κρίση ηλικίας που μοιράζεται τη ζωή της ανάμεσα σε Αθήνα και Κουκούτσι και η Πέπη Μειντάνη, χωρίς σπουδές, άτεκνη χήρα μετά από ένα άσχημο γάμο, αμετακίνητη κάτοικος του μικρού νησιού. Λάτρης του κινηματογράφου εμμονικά παρακολουθεί ταινίες στο DVD δεδομένου ότι στο νησί δεν υπάρχει κινηματογραφική αίθουσα. Είναι νομίζω σαφής η πρόθεση της συγγραφέως να δηλώσει τη δική της αγάπη στην έβδομη τέχνη. Έχει υπογράψει άλλωστε πολλά σενάρια που έγιναν ταινίες από το σκηνοθέτη σύζυγο της Παντελή Βούλγαρη.
Σε λίγο μεγαλύτερη ακτίνα γύρω από τις παραπάνω τέσσερις γυναίκες, οι δύο παιδικοί φίλοι του Στέλιου, παλιοί συμμαθητές του, Ηλίας και Ισίδωρος, με τα μεγάλα όνειρα της νιότης τους τσακισμένα στην ηλικία των 58 ετών, αυτοί που 40 χρόνια πριν ήσαν «τα τρία παλικάρια, χαριτωμένοι, τετραπέρατοι καβάλα στο καλάμι των 18 ετών».
Στην πλοκή του μυθιστορήματος συναντάμε επίσης τον Μάνο Λουκάκη κρητικό στην καταγωγή εγκατεστημένο στη Σάμο, αρωγός και προστάτης των προσφύγων ο υπερφυσικός Μάνος. Η Αμαλία τον γνώρισε στην πλατεία Συντάγματος στις συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων και στη συνέχεια έγιναν ερωτικό ζευγάρι. Ο Θοδωρής Βιογιατζής αρχιτέκτονας , πρώτος εξάδελφος του Στέλιου, τώρα στα 65 του «τυλιγμένος πια την κάπα της πικρής σοφίας, το σάβανο κάθε εξέγερσης». Νέος είχε ενεργή πολιτική δράση, βασανίστηκε στα χρόνια της χούντας.
Μαζί με όλους τους παραπάνω, οι εγγλέζες τρελογιατρίνες συνταξιούχες ψυχαναλύτριες που ως αναχωρήτριες επέλεξαν το Κουκούτσι για να ζήσουν ένα μέρος από το λυκόφως της ζωής τους. Τον κύκλο των προσώπων του μυθιστορήματος κλείνει ο Μακεδόνας υπαστυνόμος Ιορδάνης Χατζηζαμάνης.
Η Ιωάννα Καρυστιάνη, χωρίς να φλυαρεί, άλλοτε ακραία ρεαλιστική, άλλοτε κυνική κάποιες φορές ειρωνική, λυρικοποιητική κάποιες άλλες, ανατέμνει τον ψυχισμό των ηρώων της. Οι λέξεις της γίνονται σκαπτικά εργαλεία και διεισδύει στην ψυχική ενδοχώρα των ηρώων αγγίζοντας τις ματαιώσεις τους, τις ενοχές τους, τις ιαματικές εμμονές τους, τα πένθη, τις όποιες ζωντανές ακόμα ελπίδες τους, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα κοιτάσματα ανθρωπιάς. Ούτε από τις ατομικές ιστορίες ούτε από τη συλλογική ιστορία, όπως παρατίθενται στο βιβλίο, απουσιάζουν κρίκοι. Όλα καθορισμένα από την ιστορική τους αιτιότητα ακόμη και όταν τα γιατί μένουν αναπάντητα. Μακριά από την Καρυστιάνη ο ιστορικός σχετικισμός, αυτή η σύγχρονη εκδοχή της ιστορίας που βολεύει τον τρέχοντα βάρβαρο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Εκδοχή που υιοθετούν ακόμα και οι συντηρητικοί κύκλοι που ανέκαθεν λάτρευαν την παράδοση και υμνούσαν την ιστορία μέχρι την θεοποίησή της.
Εκτός από το θάνατο του Στέλιου που σκιάζει τους πρωταγωνιστές και όλο το νησί, ένας άλλος θάνατος, 40 χρόνια πριν, ρίχνει στο παρόν τη βαριά σκιά του. Πρόκειται για το τραγικό τέλος της Νίνας, μια 18χρονης όμορφης κοπέλας, που σκοτώθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στον Φουντωτό Βράχο του νησιού. Μαζί της ήσαν οι τρεις 18χρονοι τότε φίλοι – ο Στέλιος, ο Ηλίας, ο Ισίδωρος – ερωτευμένοι και οι τρεις μαζί της. Ο τραγικός θάνατος της Νίνας σημάδεψε τη μετέπειτα ζωή και των τριών.
Η Καρυστιάνη συνδέοντας τους δύο αυτούς θανάτους διαμορφώνει έναν αφηγηματικό χρόνο που κινείται από το σήμερα στο παρελθόν και αντίστροφα. Στη διαδρομή αυτού του χρόνου ο αναγνώστης συναντά τα μεγάλα πολιτικά κοινωνικά γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών της ελληνικής ιστορίας. Γίνονται αναφορές σε σημαντικές κοινωνικές αλλαγές που σημειώθηκαν ολιγόλογα και εύστοχα. Γράφει χαρακτηριστικά «είχε αναρωτηθεί μερικές φορές έτσι στο γενικό πως οι άνθρωποι κάνουν στα αλήθεια ό, τι επιθυμούν, πόσοι ιεραρχούν σωστά τις επιθυμίες τους μήπως δεν επιθυμούν κάτι πολύ ώστε να αξίζει να το παλέψουν, μήπως δεν ξέρουν καν να επιθυμούν» (σελ. 95). Προβληματισμοί που παραπέμπουν στη σύγχρονη μετα-λακανική σκέψη που μιλά για τη νέα ψυχική οικονομία της μετανεωτερικότητας.
Το προσφυγικό ζήτημα επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε διαπερνά το βιβλίο. Σε αυτό εμπλέκει άμεσα τα δύο νεότερα πρόσωπα του μυθιστορήματος,την Αμαλία και τον Μάνο.
Οι «Χίλιες Ανάσες» πέραν του να θεωρηθούν ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, μπορούν να διαβαστούν επίσης και ως μία πολιτική αλληγορία. Μια αλληγορία που ξεκινά με μια νότα μελαγχολίας όσο αφορά την Αριστερά, αλλά στην εξέλιξή της και προς το τέλος αναδίδει αισιοδοξία. Μια αισιοδοξία που απορρέει από την πίστη της Καρυστιάνη στη νέα γενιά που μάχεται, ερωτεύεται, παλεύει και κυρίως γνωρίζει. Από «Το Φαράγγι» ήδη έχει επισημαίνει «οι μεγάλοι χαλάσαμε τους δρόμους, παλιώσαμε και παλιώσανε με εμάς και οι δρόμοι που πατήσαμε, οι νέοι πρέπει να ανοίξουν καινούργιους» ( σ. 263). Δεν νομίζω ότι τυχαία στην τελευταία σελίδα του βιβλίου η συγγραφέας κάνει την Αμαλία κάτοχο μιας βασικής για τη μυθοπλασία γνώσης. Μόνον σε αυτή δίνεται και μέσω αυτής συμβολικά στη νέα γενιά∙ τη γενιά, που μέσα από την ιστορική γνώση και τις χίλιες ανάσες κουράγιου και ανάκτησης δυνάμεων που χρειάζονται, μπορεί να φτιάξει έναν κόσμο καλύτερο όπου «όλοι οι άνθρωποι θα είναι περιζήτητοι».
* O Γιάννης Μ. Στρατούλιας είναι ψυχίατρος και έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές. Υπό έκδοση βρίσκεται η τέταρτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Φιλόξενο σώμα» από τις εκδόσεις Κέδρος.
το άρθρο αλιεύθηκε από εδώ:
https://www.fractalart.gr/xilies-anases-karystiani/
No comments:
Post a Comment