Γ. Ρίτσος: γιατί η "Περσεφόνη" μιλά για το θάνατο που ρίζωσε στις ζωές μας;
Δεκέμβριος 1965 – Δεκέμβριος 1975: Σε μία μακρά περίοδο ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων, ο ποιητής της «Ρωμιοσύνης» παρακολουθεί ξανά τη χώρα του να βυθίζεται σε καινούργιες επικίνδυνες περιπέτειες.
Αυτή τη ζοφερή ατμόσφαιρα διηθίζει ο δημιουργός της 4ης διάστασης, όταν συνθέτει τον εμβληματικό μονόλογο της «Περσεφόνης». Σε μία διαλεκτική προσέγγιση της ιστορίας, ο Ρίτσος αναδομεί και ανασυνθέτει τα συστατικά του μύθου, ανάγοντάς τα σε μία 4η, άχρονη και άυλη διάσταση, κατά την οποία τα δραματικά υποκείμενα - οι πρωταγωνιστές, με άλλα λόγια, της ιστορίας, καθώς και οι «ήρωες» της καθημερινότητας - συνθέτουν τη συλλογική και προσωπική τους μυθολογία, ως περσόνες που υποδύονται ρόλους συμβολικούς, και κατ’ επέκταση, διαχρονικούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ποιητής, ιχνηλατώντας τον αναδομημένο μύθο της αρπαγής της Περσεφόνης, μέσα από την «ατελείωτη, κουραστική διαδρομή τού χρόνου», καταφέρνει να αναδείξει τα μυθολογικά μοτίβα, στη σφαίρα του καθολικού.
Το τοπίο των υπερρεαλιστικών περιγραφών και των πολυδαίδαλων συνειρμών, ο αφαιρετικός λόγος, ο κώδικας του υποσυνείδητου που ενσαρκώνεται στις αλληγορίες της αυτόματης γραφής, ο ελεύθερος στίχος, η χαλαρή νοηματική σύνδεση, καθώς και τα κρυπτικά σύμβολα, συνιστούν σπάνιες πραγματώσεις της υπερραλιστικής γραφής.
Αν πάραυτα, προσπελάσουμε νοηματικά το ποίημα, η μοναδική βεβαιότητα που δεσπόζει στον «κάτω κόσμο», στο βασίλειο της λήθης δηλαδή, είναι η σιωπή ενός απέραντου νεκροταφείου ονείρων, όπου ακόμη και αυτή η θάλασσα με τις «εναλλασσόμενες διαθέσεις της λαμποκοπάει μαρμαρωμένη», βουβή και ακύμαντη. Εξάλλου, στην «πολιτεία» της απέραντης σιωπής, οι υπήκοοι, απαλλαγμένοι από το «αβάσταχτο φως», παραδίνονται στην τυραννία του σκότους, έχοντας σαν μοναδική παρηγοριά να μουρμουρίζουν στα μνημόσυνα των ονείρων τους, «διφορούμενα λόγια, παρακλήσεις και ξόρκια».
Προεκτείνοντας αυτήν την αλληλουχία, η Περσεφόνη έρχεται σαν ένας επιπλέον κρίκος, να προστεθεί στην ατελείωτη αλυσίδα της φθοράς. Ανήμπορη να ορίσει την ύπαρξή της, υποσιτίζεται με την ανάμνηση όσων αγάπησε, και ζει με την ψευδαίσθηση ενός διαστροφικού έρωτα. Μετά, όμως, από τη μακρόχρονη ακούσια συνεύρεσή της με τον Άδη, η ψυχή της ενδίδει στην πολιορκία της νύχτας, και βυθίζεται στο σκοτάδι που, τώρα, απλώνεται «ακέραιο, παρηγορητικό, αναμάρτητο».
Σε μία Ελλάδα, που συνθλίβεται αλλεπάλληλα στις συμπληγάδες των καιρών, ο πάντα επίκαιρος Γιάννης Ρίτσος μάς αφυπνίζει μέσα από τη μνήμη της αγαπημένης του Περσεφόνης, ώστε η κόρη της Δήμητρας να απεκδυθεί το ένδυμα του σκότους, και να επιστρέψει επιτέλους, στους εαρινούς αγρούς των αδικαίωτων ονείρων.
Γιάννης Δημογιάννης
Δεκέμβριος 1965 – Δεκέμβριος 1975: Σε μία μακρά περίοδο ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων, ο ποιητής της «Ρωμιοσύνης» παρακολουθεί ξανά τη χώρα του να βυθίζεται σε καινούργιες επικίνδυνες περιπέτειες.
Αυτή τη ζοφερή ατμόσφαιρα διηθίζει ο δημιουργός της 4ης διάστασης, όταν συνθέτει τον εμβληματικό μονόλογο της «Περσεφόνης». Σε μία διαλεκτική προσέγγιση της ιστορίας, ο Ρίτσος αναδομεί και ανασυνθέτει τα συστατικά του μύθου, ανάγοντάς τα σε μία 4η, άχρονη και άυλη διάσταση, κατά την οποία τα δραματικά υποκείμενα - οι πρωταγωνιστές, με άλλα λόγια, της ιστορίας, καθώς και οι «ήρωες» της καθημερινότητας - συνθέτουν τη συλλογική και προσωπική τους μυθολογία, ως περσόνες που υποδύονται ρόλους συμβολικούς, και κατ’ επέκταση, διαχρονικούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ποιητής, ιχνηλατώντας τον αναδομημένο μύθο της αρπαγής της Περσεφόνης, μέσα από την «ατελείωτη, κουραστική διαδρομή τού χρόνου», καταφέρνει να αναδείξει τα μυθολογικά μοτίβα, στη σφαίρα του καθολικού.
Το τοπίο των υπερρεαλιστικών περιγραφών και των πολυδαίδαλων συνειρμών, ο αφαιρετικός λόγος, ο κώδικας του υποσυνείδητου που ενσαρκώνεται στις αλληγορίες της αυτόματης γραφής, ο ελεύθερος στίχος, η χαλαρή νοηματική σύνδεση, καθώς και τα κρυπτικά σύμβολα, συνιστούν σπάνιες πραγματώσεις της υπερραλιστικής γραφής.
Αν πάραυτα, προσπελάσουμε νοηματικά το ποίημα, η μοναδική βεβαιότητα που δεσπόζει στον «κάτω κόσμο», στο βασίλειο της λήθης δηλαδή, είναι η σιωπή ενός απέραντου νεκροταφείου ονείρων, όπου ακόμη και αυτή η θάλασσα με τις «εναλλασσόμενες διαθέσεις της λαμποκοπάει μαρμαρωμένη», βουβή και ακύμαντη. Εξάλλου, στην «πολιτεία» της απέραντης σιωπής, οι υπήκοοι, απαλλαγμένοι από το «αβάσταχτο φως», παραδίνονται στην τυραννία του σκότους, έχοντας σαν μοναδική παρηγοριά να μουρμουρίζουν στα μνημόσυνα των ονείρων τους, «διφορούμενα λόγια, παρακλήσεις και ξόρκια».
Προεκτείνοντας αυτήν την αλληλουχία, η Περσεφόνη έρχεται σαν ένας επιπλέον κρίκος, να προστεθεί στην ατελείωτη αλυσίδα της φθοράς. Ανήμπορη να ορίσει την ύπαρξή της, υποσιτίζεται με την ανάμνηση όσων αγάπησε, και ζει με την ψευδαίσθηση ενός διαστροφικού έρωτα. Μετά, όμως, από τη μακρόχρονη ακούσια συνεύρεσή της με τον Άδη, η ψυχή της ενδίδει στην πολιορκία της νύχτας, και βυθίζεται στο σκοτάδι που, τώρα, απλώνεται «ακέραιο, παρηγορητικό, αναμάρτητο».
Σε μία Ελλάδα, που συνθλίβεται αλλεπάλληλα στις συμπληγάδες των καιρών, ο πάντα επίκαιρος Γιάννης Ρίτσος μάς αφυπνίζει μέσα από τη μνήμη της αγαπημένης του Περσεφόνης, ώστε η κόρη της Δήμητρας να απεκδυθεί το ένδυμα του σκότους, και να επιστρέψει επιτέλους, στους εαρινούς αγρούς των αδικαίωτων ονείρων.
Γιάννης Δημογιάννης
No comments:
Post a Comment