Προσπαθώ να κάνω φίλους στην πραγματική ζωή, εφαρμόζοντας τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιώ για να κάνω φίλους στο Facebook. Περπατώντας στο δρόμο λέω στους περαστικούς τι έφαγα, πώς νιώθω εκείνη τη στιγμή, τι έκανα το προηγούμενο βράδυ, τι θα κάνω αργότερα και με ποιον. Τους δείχνω φωτογραφίες της οικογένειας μου, του σκύλου μου και του κήπου μου, να συμμαζεύω το γκαράζ, να ποτίζω το γκαζόν, να στέκομαι μπροστά σε όμορφα τοπία, να οδηγώ στην πόλη, να γευματίζω, και γενικά να κάνω ό, τι κάνει καθημερινά κάθε φυσιολογικός άνθρωπος . Επιπλέον παρακολουθώ τις συνομιλίες τους, τους δείχνω με τον αντίχειρα μου την αποδοχή μου και τους λέω ότι μου αρέσουν. Και πράγματι λειτουργεί όπως στο Facebook. Έχω ήδη τέσσερις φίλους που με ακολουθούν: δύο αστυνομικούς, έναν ανακριτή και ένα ψυχίατρο
Η αυτοκτονία του Αδόλφου Χίτλερ και της Εύα Μπράουν Για πολύ καιρό, οι ιστορικοί περιέγραφαν την ερωμένη του Αδόλφου Χίτλερ, Eύα Μπράουν, σαν μια κατά βάση απολιτική παρουσία δίπλα στον δικτάτορα. Παρότι εκείνος ήταν πάντα περισσότερο αφοσιωμένος στο κόμμα και τις ιδέες του παρά στην Εύα Μπράουν, εκείνη επέλεξε να «φύγει» μαζί του, σαν σήμερα, 30 Απριλίου του 1945. Η κυρία Χίτλερ Οι έρευνες για τις λεπτομέρειες της σχέσης του Χίτλερ με τη Μπράουν ξεκίνησαν όταν ο δικτάτορας ήταν ακόμη στη ζωή. Η μυστικότητα της σχέσης αυτής οφειλόταν σε πολιτική σκοπιμότητα αφού σύμφωνα με τον ίδιο τον Χίτλερ, το ότι ήταν ανύπαντρος «επιτελούσε τα μέγιστα» στην ειδωλοποίηση του από το γυναικείο κοινό του. Κανείς δεν γνωρίζει πότε η γνωριμία μετατράπηκε σε σχέση. Το 1932, η Μπράουν προσπάθησε να αυτοκτονήσει με το όπλο του πατέρα της, κάτι που ερμηνεύεται από ορισμένους σύγχρονους της ως μια προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή του αφοσιωμένου στο κόμμα και τις ιδέες του Χίτλερ. Το 1935, η Εύα αποπειράται να αυτοκτονήσει και πάλι, αυτή τη φορά με υπνωτικά χάπια, ενώ στοιχεία δείχνουν πως η σχέση μετά από αυτό το περιστατικό έγινε πιο στενή. Διαβάστε ακόμα: «Μέχρι το τέλος: η γραμματέας του Χίτλερ αφηγείται» της Τράουντλ Γιούνγκε «Μόνο η κα Μπράουν είναι πιστή και ανήκει σε μένα» Η Μπράουν ήταν πιστή στον Χίτλερ μέχρι θανάτου, και αυτή η άνευ όρων πίστη ήταν που εκτιμούσε περισσότερο από όλα ο Φύρερ σε εκείνη αφού όπως έλεγε και ο ίδιος: «Μόνο η κα Μπράουν και ο Γερμανικός Ποιμενικός μου είναι πιστοί και ανήκουν σε μένα». Στις αρχές Απριλίου του 1945 ήταν κάτι παραπάνω από φανερό ότι οι ημέρες του Ναζισμού ήταν μετρημένες. Η Εύα μετακόμισε στο Βερολίνο και εγκαταστάθηκε στα υπόγεια της Καγκελαρίας, όπου βρισκόταν το θωρακισμένο καταφύγιο του Φύρερ. Αρνήθηκε να φύγει και δήλωσε ότι θα παραμείνει κοντά του. Στις 29 Απριλίου ο Αδόλφος Χίτλερ παντρεύτηκε τελικά την Εύα Μπράουν στο καταφύγιο της Καγκελαρίας, με τους Σοβιετικούς στρατιώτες να βρίσκονται ήδη στο Βερολίνο. Ο γάμος ήταν πολιτικός, με τη νύφη να φορά ένα μαύρο φόρεμα. Την επομένη, 30 Απριλίου 1945, το ζεύγος Χίτλερ κλείσθηκε λίγο μετά τις 3 το μεσημέρι σ' ένα δωμάτιο του καταφυγίου και αυτοκτόνησε με χάπια υδροκυανίου κι ενώ οι Σοβιετικοί απείχαν γύρω στα 500 μέτρα από την Καγκελαρία. Αμέσως μετά, τα δύο πτώματα αποτεφρώθηκαν. Την τέφρα τους βρήκαν οι πρώτοι στρατιώτες που εισήλθαν στο καταφύγιο μετά από λίγο. Οι σοβιετικοί τους έθαψαν μυστικά στο Μαγδεμβούργο μαζί με τα πτώματα της οικογένειας Γκέμπελς, που είχε αυτοκτονήσει ομαδικά. «Ήμουν στο καταφύγιο όταν αυτοκτόνησε ο Χίτλερ» Ο Rochus Misch είναι ο τελευταίος ζωντανός μάρτυρας του τέλους του Γερμανού δικτάτορα που εκτυλίχθηκε στο καταφύγιο της Καγκελαρίας στις 30 Απριλίου του 1945. Έχει διηγηθεί στο BBC: «Ξαφνικά άκουσα κάποιον να φωνάζει στην ακόλουθο του Χίτλερ: «Linge, Linge, νομίζω ότι συνέβη». Εκείνοι είχαν προφανώς ακούσει κάποιον πυροβολισμό, εγώ όχι. Ο προσωπικός γραμματέας του Χίτλερ, Martin Bormann διέταξε να γίνει ησυχία. Όλοι άρχισαν να ψιθυρίζουν. Εγώ μιλούσα σε ένα τηλέφωνο, και επίτηδες μιλούσα δυνατά, ήθελα να ακούω κάτι. Δεν ήθελα να σκέφτομαι ότι ήμασταν μέσα σε ένα καταφύγιο θανάτου». «Ο Bormann διέταξε να ανοίξει η πόρτα. Είδα τον Χίτλερ σωριασμένο με το κεφάλι του στο τραπέζι. Η Eva Brown κείτονταν στον καναπέ με το κεφάλι της στραμμένο προς εκείνο. Είχε τα γόνατα σφιχτά στο στήθος. Φορούσε ένα βαθύ μπλε φόρεμα με λευκούς φραμπαλάδες. Δε θα το ξεχάσω ποτέ» περιέγραψε ο 92χρονος. «Παρατηρούσα καθώς σκέπασαν τον Χίτλερ. Τα πόδια του προεξείχαν καθώς με προσπέρασαν μεταφέροντάς τον. Κάποιος μου φώναξε: «Τρέχa πάνω! Καίνε το αφεντικό!». Αποφάσισα να μην πάω γιατί είχα παρατηρήσει ότι ο Mueller της Γκεστάπο ήταν εκεί - και αυτός δεν ερχόταν σχεδόν ποτέ. Είπα στον σύντροφο μου τον Hentschel, τον μηχανικό: «ίσως μας σκοτώσουν επειδή είμαστε οι τελευταίοι μάρτυρες». το άρθρο αλιεύθηκε από εδώ: https://tvxs.gr/news/%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1/%CE%B1%CE%B4%CF%8C%CE%BB%CF%86%CE%BF%CF%82-%CF%87%CE%AF%CF%84%CE%BB%CE%B5%CF%81-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B5%CF%8D%CE%B1-%CE%BC%CF%80%CF%81%CE%AC%CE%BF%CF%85%CE%BD-%CE%B7-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%B1-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%BF-%CE%B3%CE%AC%CE%BC%CE%BF-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82
Μια ήμερα, μια συνηθισμένη ήμερα για εμένα εκπληρώνοντας την ρουτίνα της καθημερινότητας μου καθώς ήμουν στην δουλειά, ήλθε ένας ηλικιωμένος. Αυτός ο ηλικιωμένος μου θύμιζε τον παππού μου. Το πρόσωπο του ήταν ταλαιπωρημένο από το πέρασμα των χρόνων. Είχε σκουρόχρωμο χρώμα ηλιοκαμένο. Το δέρμα του ήταν απαλό με αρκετές ζάρες. Τα μάτια του ήταν γαλανά σαν τον ουρανό. Καθώς έμπαινε μου είπε καλημέρα και έκατσε στην γωνία σε ένα τραπεζάκι ζητώντας μου ένα ελληνικό μονό σκέτο Όταν πήγα να του το προσφέρω με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: “πως γίνεται να μου προσφέρεις κάτι τόσο όμορφο και εσύ να είσαι λυπημένη;”. Τον κοιτάζω και του απάντησα ότι η ζωή είναι άδικη και μου στερεί την χαρά και μου προσφέρει στεναχώρια. Ο παππούλης με άκουγε προσηλωμένος απαντώντας μου πως η ζωή είναι σαν έναν καφέ ελληνικό, κάποτε σου πετυχαίνει και άλλες φόρες σου σπάει. Η ζωή δεν είναι άδικη, δεν είναι θλιβερή, οι άνθρωποι την κάνουν να φαίνεται έτσι. Κάποτε μου είπε ο πατέρας μου ότι αυτοί που θα σε πληγώσουν θα είναι και αυτοί που θα αγαπήσεις περισσότερο. Τον διακόπτω και τον ρωτάω: “Μα πώς γίνεται αυτό και ποιος ο λόγος να αγαπήσεις εφόσον θα πληγωθείς;”. Τότε με κοίταξε με ένα περίεργο βλέμμα και μου απάντησε πως οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει να ακούν αλλά μόνο να μιλάνε και να εστιάζουν στα πάθη τους. Σε αυτούς που θα δώσεις όλα τα αγαθά του κόσμου ίσως και αυτοί θα σε κάνουν έναν κενό άνθρωπο στην καρδιά και έναν κακό άνθρωπο στο μυαλό. Τότε τον ρώτησα, ποιο είναι το νόημα να ζεις εφόσον εκεί που θα αγαπηθείς και θα αγαπήσεις δεν θα μπορείς να εκτιμηθείς. Μου γέλασε. Ακριβώς εκεί βρίσκεται το νόημα στη ζωή γιατί δεν γνωρίζεις το αύριο, το σήμερα και το τώρα. Εμένα το τώρα μου έδωσε αυτό που ζητούσα, δηλαδή έναν ελληνικό με ευωδία. Εσύ βλέπεις μονό έναν καφέ, αλλά για έμενα αυτός ο καφές, μου φέρνει ευχαρίστηση και εδώ είναι η διαφορά μεταξύ μας. Χωρίς να το καταλάβεις έκανες χαρούμενο έναν άνθρωπο. Και εδώ θέλω να εστιάσεις. Πολλές φόρες αυτό που δίνουμε σε έναν αγαπημένο μας άνθρωπο δεν το εκτιμάει, αλλά ένας ξένος το εκτιμάει περισσότερο, γιατί ακριβώς ο ξένος δεν περιμένει κάτι περισσότερο από εσένα, ενώ ο δικό σου άνθρωπος το αναζητεί. Η ζωή είναι ακριβώς έτσι, δεν ξέρεις και δεν γνωρίζεις άμα εκτιμηθείς ή όχι γι’ αυτό και πρέπει να το ανακαλύψεις. το διήγημα αλιεύθηκε εδώ: https://www.maxmag.gr/egrapsa/i-istoria-enos-geronta-apo-tin-aggeliki-maria-kastamoyla/
Η Ευτυχία Παναγιώτου μιλάει στην Popaganda για την έκδοση με τις συνεντεύξεις, τα ποιήματα και τα κείμενα της Κατερίνας Γώγου που συμπληρώνουν την εικόνα μιας προφητικής ποιήτριας. Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS Λίνα Ρόκου
Λίγο πριν το τέλος του 2018 κυκλοφόρησε από τον Καστανιώτη η έκδοση Κατερίνα Γώγου, Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ’ έναν ήλιο που καίγεται από μόνος του σε επιμέλεια της Ευτυχίας Παναγιώτου. Στο βιβλίο περιλαμβάνονται όλες οι δημοσιευμένες συνεντεύξεις που έδωσε η ποιήτρια -χωρίς περικοπές-, αδημοσίευτα κείμενα (παραλλαγές ποιημάτων, ιδιόχειρες διορθώσεις, στίχοι για ένα τραγούδι και μία επιστολή), ποιήματα σε φωτογραφίες καθώς και για πρώτη φορά μια αδημοσίευτη συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα, όπου χάρη αυθεντικότητας η απομαγνητοφώνηση έμεινε όσο πιο κοντά στον προφορικό, πρωτότυπο λόγο. Πώς προέκυψε το βιβλίο; Την ιδέα της αξιοποίησης των συνεντεύξεων είχαν οι Εκδόσεις Καστανιώτη, που μου πρότειναν την επιστημονική επιμέλεια λόγω της ενασχόλησής μου με τα ποιήματα της Γώγου στη διδακτορική διατριβή μου. Το βιβλίο εμπλουτίστηκε με περισσότερο υλικό και έλαβε αρχειακή μορφή ώστε να παρουσιαστούν όσο το δυνατόν πιο αποστασιοποιημένα, και σε χρονολογική σειρά, οι συνεντεύξεις αλλά και διάφορα ντοκουμέντα που πρώτη φορά συγκεντρώνονται μαζί ή ακόμα δημοσιεύονται. Το βιβλίο αυτό, μαζί με τα άπαντά της, αποτελεί τη βάση της μελέτης του ποιητικού έργου της Γώγου. Σκοπός να διαμορφώσουν οι αναγνώστες τη δική τους άποψη, δεδομένου ότι η πρόσωπό της συνδέθηκε με ποικίλα κοινωνικά και ιδεολογικά στερεότυπα και σύμβολα που μας απέσπασαν από το ίδιο το έργο. Τι καθιστά τη Γώγου μια ιδιαίτερη περίπτωση; Η αίσθηση του ιστορικού επείγοντος. Δεν μιλάμε για την ατομική περίπτωση μιας ποιήτριας αλλά ενός έμφυλου ποιητικού υποκειμένου και παράλληλα πολιτικοποιημένου, που ενώ συγκροτείται καταθέτει την ιστορική θέση της μεταπολιτευτικής περιόδου.
«Το βιβλίο αυτό, μαζί με τα άπαντά της, αποτελεί τη βάση της μελέτης του ποιητικού έργου της Γώγου. Σκοπός να διαμορφώσουν οι αναγνώστες τη δική τους άποψη, δεδομένου ότι η πρόσωπό της συνδέθηκε με ποικίλα κοινωνικά και ιδεολογικά στερεότυπα και σύμβολα που μας απέσπασαν από το ίδιο το έργο». Είχε συνείδηση αυτού που μου περιγράφεις; Απόλυτα. Μέσα από την ποίηση της Γώγου βλέπουμε την εξέλιξη των πολιτικοποιημένων όντων μέχρι και τη δεκαετία του ’80. Μιλάει για τα ιστορικά πρόσωπα, για την αίσθηση της διάψευσης, για το τι σημαίνει να θάβεις ανθρώπους με τους οποίους μαζί έχεις οραματιστεί μια κοινή ζωή, για τα ναρκωτικά, τις αυτοχειρίες, για τη χαμένη συλλογικότητα. Η παραδοχή ότι μπορεί να μεταβαίνουμε σε μια εποχή όπου η συλλογικότητα είναι παρελθόν είναι μια σκληρή παραδοχή. Η Γώγου προσπαθεί να προλάβει να μιλήσει για τις αξίες της Ελευθερίας και της Αγάπης.
Ποια είναι η σχέση της ποιήτριας Γώγου με την αναρχία; Η σχέση της Γώγου με την αναρχία είναι ευρεία. Στα ποιήματα, από το Ξύλινο παλτό, (1982) και μετά, παρακολουθεί κανείς μια αντιγόνεια λογική και στάση: Το ποιητικό υποκείμενο επιδιώκει την Ελευθερία και την Αγάπη μέχρι θανάτου, παρότι γνωρίζει ότι αυτή η εφαρμογή του Ιδανικού στην πράξη είναι αδύνατη, ενίοτε και μη επιτρεπτή από την οργανωμένη πραγματικότητα. Η καθαρή/ρομαντική μορφή της Αγάπης, η ιδανικότητά της, υπάρχει μόνο μετά το θάνατο, σε μια όχθη όπου το ποιητικό υποκείμενο θα συναντήσει τους νεκρούς «αδερφούς» της. Μέσα από τις συνεντεύξεις τι καινούριο μαθαίνουμε σχετικά με τη Γώγου; Δεν υπάρχει κάτι αντιφατικό σε σχέση με τα ποιήματά της. Αυτό που έχει ενδιαφέρον στις συνεντεύξεις είναι το πώς συνολικά αντιμετωπίστηκε η Γώγου. Ανάλογα με το έντυπο υπήρχαν οι ανάλογες ερωτήσεις και φυσικά απαντήσεις. Έτσι δεν μπορούμε να απομονώσουμε μια εικόνα της αλλά το πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται αυτή η συζήτηση. Η ίδια ήταν αμφίθυμη ως προς τις συνεντεύξεις. Από τη μια ένιωθε ότι είναι ένα είδος «προδοσίας», ότι η συζήτηση κατευθύνεται από κάποιον άλλον. Από την άλλη, ήθελε να μιλήσει και να καταγραφεί. Αρχικά έδινε συνεντεύξεις κυρίως σε ανθρώπους που γνώριζε, προς το τέλος της ζωής της έκανε ένα άνοιγμα και σε ευρείας κυκλοφορίας Μέσα όπως τα «Νέα», ίσως ένιωθε ότι έτσι κάνει μια αναδρομή στο ποιητικό της έργο. Προτιμούσε πάντως να επιλέγει που θα μιλήσει σε επίπεδο ανθρώπινης επικοινωνίας, και ειδικά προς τους νέους είχε μεγαλύτερη συμπάθεια. Για παράδειγμα, ο Γιώργος Κυριαζής που εξέδιδε και το περιοδικό «Μουσική» ζούσε στην ίδια πολυκατοικία με την Γώγου και η ποιήτρια είχε δώσει στο περιοδικό ένα διήγημά της με τον τίτλο «Εμένα δεν μ’ αγάπησε κανείς», ενώ ο Δημήτρης Γκιώνης της πήρε συνέντευξη τέσσερις φορές.
«Το ποιητικό υποκείμενο επιδιώκει την Ελευθερία και την Αγάπη μέχρι θανάτου, παρότι γνωρίζει ότι αυτή η εφαρμογή του Ιδανικού στην πράξη είναι αδύνατη, ενίοτε και μη επιτρεπτή από την οργανωμένη πραγματικότητα». Για τι πράγμα μιλούσε στις συνεντεύξεις της; Προς το τέλος, ειδικά, της πορείας της την ενδιαφέρει να παρουσιάσει την Κατερίνα Γώγου ως ποιήτρια. Εκεί που συζητάει με την Ελένη Γκίκα και εκείνη τη ρωτάει για το θέατρο η Γώγου της λέει «Δε θες να μιλήσουμε για τα ποιήματα;». Αυτό την καίει. Πόσο σημερινή είναι η Γώγου; Έχει γράψει ποιήματα που σήμερα ακούγονται ακόμη πιο καθαρά: είτε γιατί θέτουν στο προσκήνιο θέματα όπως η αντιμετώπιση ορισμένων ανθρώπων ως υπανθρώπων και απόβλητων της κοινωνίας εξαιτίας της διαφορετικότητάς τους , όπως το ποίημα «Έκθεσις αυτοψίας 2,11.75» για τον Παζολίνι είτε γιατί εντοπίζουν την εκκόλαψη επικίνδυνων ακροδεξιών τάσεων μεταπολιτευτικά, σε μια εποχή υποτιθέμενου φιλελευθερισμού και δημοκρατίας. Τι σου έχει μείνει από όλη αυτή την ενασχόληση με τη Γώγου; Πολλά. Το βιβλίο έχει σκοπό αρχείου. Την ερμηνεία μου την έκανα με το διδακτορικό μου. Έχω να πω ότι είναι πολύ ψυχοφθόρο να βλέπεις πώς αυτά που έχει πει επαληθεύονται, όπως οι αναφορές της στην ακροδεξιά ιδεολογία. Η Γώγου ήταν σε μια διαρκή επαγρύπνηση και κυρίως μιλούσε από την πλευρά των περιθωριοποιημένων. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να ξέραμε την άποψη της για την δολοφονία του Ζακ και για όλους τους στιγματισμένους. Είχε μια φοβερή ευαισθησία για όλους αυτούς τους ανθρώπους, σε σημείο που απορρόφησε το στίγμα η ίδια. Το βιβλίο «Κατερίνα Γώγου, Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ’ έναν ήλιο που καίγεται από μόνος του» σε επιμέλεια της Ευτυχίας Παναγιώτου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. το άρθρο αλιεύθηκε από εδώ: https://popaganda.gr/art/mou-miazi-i-gogou-m-enan-ilio-pou-kegete-apo-monos-tou/
Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε, άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους, θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος, μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει, και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα, τις δίψες, τις παραχωρήσεις, μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου να τελειώνω ― α, εσείς, εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου, βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου, όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων φτωχών προγόνων, κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή με λυτρώσατε απ’ τους αιώνιους φόβους της ήττας. Είμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει, ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο, ένας Θεός καθόλου αθάνατος, γι’ αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική κι ανεπανάληπτη στιγμή του.
«Είστε καλά ή να βάλω τις φωνές;» Ο Γιαννάκης άκουγε αυτά τα λόγια μικρός στο χωριό και ήξερε ότι η μητέρα του ετοιμαζόταν να φωνάξει γιατρό ή βοήθεια αν τα παιδιά δεν ήταν καλά. Η Ελενίτσα άκουγε αυτά τα λόγια όταν γυρνούσε ο πατέρας στο σπίτι και ήξερε ότι μια αρνητική απάντηση θα προκαλούσε το θυμό του. Ο Γιώργος σήμερα, πατέρας δύο αγοριών, «προειδοποιεί» ότι ετοιμάζεται να ξεσηκώσει το σπίτι με τραγούδι, χορό, παιχνίδι για να ανεβάσει τη διάθεση των παιδιών του. Ξεκινά μια τρελή, διασκεδαστική πορεία η οποία παρασύρει τα πάντα και τους πάντες στο σπίτι, σε αυτήν. Έχουν μάθει πλέον τα παιδιά να εκμεταλλεύονται αυτή την «απειλή» για να μοιράζονται με τον πατέρα τους ξέγνοιαστες, απολαυστικές στιγμές χαράς και ευτυχίας. Και όμως, όλα τα παιδιά άκουγαν τις ίδιες λέξεις, στην ίδια γλώσσα. Η ακοή (hearing) αν δεν υπάρχει κάποιο οργανικό πρόβλημα, απλά συμβαίνει. Το πώς ακούμε όμως, τι ακούμε και τι κατανοούμε εξαρτάται από άλλες διαδικασίες που σπάνια αντιλαμβανόμαστε ή ασχολούμαστε με αυτές. Η ακοή με προσοχή (listening) έχει να κάνει με την συνειδητή εστίαση της προσοχής με διαφορετικό τρόπο και την παρατήρηση. Παρατηρείς όταν τολμάς να βγαίνεις έξω από την ασφάλεια των κεκτημένων σου. Ας το εξετάσουμε όμως βιωματικά. Η δημιουργική σκέψη είναι βιωματική γιατί η ζωή μας είναι μόνο γεγονότα. Πόσο εύκολο είναι να σου λέει κάποιος τον πόνο ή τα προβλήματα του και εσύ «απλά» να ακούς χωρίς να έχεις την ανάγκη να συμβουλέψεις, να πεις την άποψη σου, να κατευθύνεις το συναίσθημα του, να τον βγάλεις από τη θέση που βρίσκεται; Πόσο εφικτό είναι να μην συνεισφέρεις την άποψη σου αν δεν τη ζητήσει ο άλλος με λόγια, «εσύ τι νομίζεις;» Η αλήθεια είναι ότι σχεδόν ποτέ δεν ακούμε αντικειμενικά και με πλήρη προσοχή. Ακούμε αυτά που θέλουμε και κατανοούμε αυτά που πιστεύουμε ήδη. Αυτό συμβαίνει γιατί ακούμε με το νου αλλά δεν το αντιλαμβανόμαστε. Ο νους (το Εγώ, το αριστερό ημισφαίριο για όσους παρακολουθούν τα άρθρα της στήλης) φιλτράρει τις πληροφορίες μέσα από τις ανάγκες, τις απόψεις, τις πεποιθήσεις, τις επιθυμίες, τους φόβους του. Έτσι, όταν ο άλλος μιλάει, εσύ σκέφτεσαι πώς αυτό που λέει ταιριάζει με όσα ήδη ξέρεις, πώς σε επηρεάζει ή άποψη του, το καθαριστήριο που πρέπει να πας το απόγευμα, ένα σημαντικό τηλεφώνημα που ξέχασες να πάρεις το πρωί, πώς είναι έτσι τα μαλλιά του, τα ρούχα του, ότι βαριέσαι και θέλεις να φύγεις, έχεις και ένα σημαντικό ραντεβού να προλάβεις, διερωτάσαι γιατί τα λέει όλα αυτά και τι να θέλει από σένα κ.λ.π. Είμαστε τόσο απασχολημένοι με αυτόν τον εσωτερικό διάλογο, που τις περισσότερες φορές δεν αντιλαμβανόμαστε καν, ώστε είναι αδύνατον να εστιάσουμε απόλυτα την προσοχή μας στον άλλον και να ακούσουμε πραγματικά. Καμιά προσπάθεια και καμιά επιβολή δεν πρόκειται να σταματήσει τον εσωτερικό θόρυβο και να μας επιτρέψει να αφιερώσουμε πλήρως την προσοχή μας στον άλλον. Ο εαυτός μας θέλει να ελέγχει, να προλαβαίνει, να αμυνθεί, να βρίσκεται σε ετοιμότητα για τυχόν επίθεση. Είτε αντιλαμβανόμαστε είτε όχι τον εσωτερικό διάλογο, συμβαίνει διαρκώς και βρίσκεται έξω από τον έλεγχο μας μέχρι να αποφασίσουμε συνειδητά να του δώσουμε την προσοχή μας. Ακριβώς ότι θέλουν και οι άλλοι από μας αλλά αδυνατούμε να το πετύχουμε εξωτερικά αν δεν το κάνουμε πρώτα εσωτερικά. Σίγουρα δεν είναι κάτι που έχουμε καλλιεργήσει ούτε έχουμε εκπαιδευτεί να κάνουμε. Είναι μια διαδικασία που μας βγάζει από τη ζώνη άνεσης και απειλεί συθέμελα τα κεκτημένα του Εγώ. Μάλιστα έχουμε πλέον διάφορους τρόπους να αποφεύγουμε να ακούμε με προσοχή τον εαυτό μας, αφού μας τρομάζει τι μπορεί να ανακαλύψουμε: • Έχουμε μόνιμα αναμμένη την τηλεόραση ως «χαλί» στη γυμνή ζωή μας και ως παρέα στην εσωτερική μας μοναξιά. • Διασκεδάζουμε, περπατάμε, τρέχουμε, ταξιδεύουμε με δυνατή μουσική στ' αυτιά μας - κάτι που ενθαρρύνει και βοηθάει η τεχνολογία και τα σύγχρονα gadget. • Ζούμε μόνιμα στο παρελθόν και στο μέλλον αναπαράγοντας στη φαντασία μας παλιά γεγονότα φτιάχνοντας σενάρια βάση αυτών (των παρελθοντικών γεγονότων) για το μέλλον. Έτσι πιστεύουμε ότι οχυρωνόμαστε στο αναπάντεχο που δεν έχουμε μάθει να δεχόμαστε και δεν εμπιστευόμαστε. • Μιλάμε ακατάπαυστα στο τηλέφωνο, σε παρέες, γραπτώς με μηνύματα, διαδικτυακά πιστεύοντας ότι έτσι επιτυγχάνουμε την επικοινωνία και την επαφή που έχουμε ανάγκη, ουσιαστικά αποφεύγοντας να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας. • Ερμηνεύουμε τη μοναχικότητα ως μοναξιά και θεωρούμε βαρετή και αρνητική την παρέα του εαυτού μας. Δημιουργούμε σχέσεις περιστασιακές, επιφανειακές, ευκαιριακές για να καλύπτουμε το εσωτερικό κενό για να μη μένουμε μόνοι. Πάντα η κατανόηση αφορά προσωπική, αντικειμενική παρατήρηση της ίδιας της ζωής μας: • Ο Γιαννάκης ρωτάει τη δασκάλα να του εξηγήσει, γιατί δεν κατάλαβε αυτό που μόλις είπε. Η δασκάλα επαναλαμβάνει τα ίδια ακριβώς λόγια λίγο πιο αργά ή λίγο πιο δυνατά, λες και ο Γιαννάκης είναι κουφός. • Ο γονιός υποθέτει και συμπεραίνει για το παιδί του χωρίς να ρωτήσει (με την πρόθεση να παραμείνει ανοιχτός χωρίς απόψεις, χωρίς να προαποφασίζει) γιατί πιστεύει ότι γνωρίζει το «δικό του» παιδί... το ίδιο συμβαίνει συχνά και ανάμεσα στους συντρόφους που θεωρούν ο ένας τον άλλον δεδομένο. • Στο φούρνο η υπάλληλος είναι χαμένη στις σκέψεις της και δεν σε κοιτάει στα μάτια ούτε ασχολείται πραγματικά μαζί σου, παρά εκτελεί μηχανικά τις πράξεις στην ταμειακή. Αλλά ούτε και εσύ της δίνεις περισσότερη σημασία αφού θεωρείς έλλειψη σεβασμού εκ μέρους της την «αδιαφορία» της στο πρόσωπο σου. Μιλάμε αλλά δεν ακούμε. Ακούμε αλλά όχι με προσοχή – όχι με εστιασμένη την προσοχή μας. Η ακοή με προσοχή αφορά πάντα το παρόν. Είναι η αντικειμενική παρατήρηση που γίνεται με όλες τις αισθήσεις, με όλη την ενέργεια σου, με τη συνειδητή και εστιασμένη θέληση σου. Αφορά να βρίσκεσαι εδώ, τώρα. Δεν μπορείς να βρίσκεσαι ταυτόχρονα στο παρελθόν ή στο μέλλον και την ίδια στιγμή να βρίσκεσαι στο παρόν. Ο τεμαχισμός του χρόνου σε γραμμική πραγματικότητα είναι ιδιότητα του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου. Η ακοή με προσοχή στο παρόν είναι λειτουργία του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου. Τότε ακούμε πολύ περισσότερα από τις λέξεις που προφέρονται: κοιτάμε τον άλλον στα μάτια, παρατηρούμε τη γλώσσα του σώματος του, την έκφραση του προσώπου του. Ακούμε τον τόνο της φωνής, το ύφος της έκφρασης, παρατηρούμε την επιλογή των λέξεων, τη διαδικασία της σκέψης του μέσα από τις εικόνες που μας δίνει. Ακούμε τις παύσεις χωρίς να νοιώθουμε την ανάγκη να τις γεμίζουμε με δικές μας λέξεις, δικές μας απόψεις. Είναι σημαντικές οι παύσεις, όσο σημαντικές είναι στη μουσική, για να είναι μελωδία και όχι θόρυβος. Τότε συμμετέχουμε ενεργητικά σε αυτά που ακούμε. Τότε σεβόμαστε αυτόν που μιλά (και τον εαυτό μας γιατί νοιώθουμε ασφάλεια) και είμαστε πρόθυμοι να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε τη δική του πραγματικότητα. Ακούμε βιωματικά. Διακόπτουμε μόνο με ερωτήσεις που μας δίνουν τις απαραίτητες διευκρινήσεις που χρειαζόμαστε για να συμπληρώσουμε την εικόνα που ο άλλος μας δίνει και όχι αυτήν που θέλουμε να δημιουργούμε μόνοι μας υποθέτοντας, κρίνοντας και συμπεραίνοντας. Γιατί ο καθένας έχει μια εντελώς υποκειμενική, προσωπική πραγματικότητα. Ακούω ουσιαστικά σημαίνει ότι είμαι πρόθυμος να «μπω» στη δική του πραγματικότητα, χωρίς να φοβάμαι να «εγκαταλείπω» τη δική μου. (Δεν εγκαταλείπουμε τίποτα στην πραγματικότητα). Δεν είναι «σωστή» ή «λάθος» οποιαδήποτε πραγματικότητα. Είναι απλά αυτό που είναι. «Αν θέλεις να κατακτήσεις την ευτυχία, πρέπει να προχωρήσεις πέρα από το Εγώ σου και τον εσωτερικό διάλογο. Πρέπει να πάρεις την απόφαση να παραιτηθείς από την ανάγκη ελέγχου, την ανάγκη να σε αποδέχονται και την ανάγκη της κριτικής. Αυτά είναι τα τρία πράγματα που το Εγώ κάνει όλη την ώρα. Είναι σημαντικό να τα εντοπίζεις, κάθε φορά που εμφανίζονται» (Deepak Chopra). Όταν ακούς με αυτόν τον τρόπο, τότε μπορείς να αντικρίζεις με εμπιστοσύνη τη ζωή, να είσαι αυθεντικός, να βασίζεσαι στη διαίσθηση σου (όχι το ένστικτο), να είσαι αυθόρμητος (όχι παρορμητικός). Η ακοή με προσοχή είναι η πρώτη πράξη αγάπης, συμπόνιας, κατανόησης.
Μπ. Ράσελ – Πιστεύω πώς όταν πεθάνω θα σαπίσω και τίποτα από το εγώ μου δεν θα επιζήσει Επιμελείται η Καλλιόπη Παπαμιχαήλ
Η θρησκεία, μιας και πηγάζει από τον φόβο, έχει εξάρει ορισμένους φόβους και έκανε τούς ανθρώπους να μην τους θεωρούν μισητούς. Σ’ αυτό έβλαψε πολύ τήν ανθρωπότητα, γιατί κάθε φόβος είναι κακός. Πιστεύω πώς όταν πεθάνω θα σαπίσω και τίποτα από το εγώ μου δεν θα επιζήσει. δεν είμαι νέος και αγαπώ τή ζωή, δεν καταδέχομαι όμως να τρέμω από φόβο στή σκέψη της εκμηδένισης μου. Η ευτυχία δεν είναι λιγότερο γνήσια επειδή κάποτε τελειώνει, ούτε ο στοχασμός και η αγάπη χάνουν τήν άξια τους γιατί δεν διαρκούν αιώνια. Πολλοί άνθρωποι φέρθηκαν περήφανα στο ικρίωμα, και η ίδια αυτή περηφάνια πρέπει να μας διδάξει να σκεφτόμαστε σωστά για τή θέση του ανθρώπου στον κόσμο. Ακόμα κι όταν τ’ ανοιχτά παράθυρα της επιστήμης μας κάνουν να αναρριγούμε όσο κι από τή βολική κλεισούρα τών, παραδοσιακών, ενανθρωπιστικών μύθων, στο τέλος, δροσερός αέρας θα μας δυναμώσει και οι ανοιχτοί χώροι θα έχουν ένα δικό τους μεγαλείο,
Η φιλοσοφία της φύσης είναι ένα πράγμα, και η φιλοσοφία αξιών ένα άλλο. Η σύγχυσή τους, μονάχα βλάβη μπορεί να προκαλέσει. Αυτό πού θεωρούμε καλό, αυτό πού αρέσει, δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό πού είναι, μέ το πρόβλημα δηλαδή πού απασχολεί τή φιλοσοφία της φύσης. Από τήν άλλη μεριά, κανένας δεν μπορεί να μας απαγορεύσει να εκτιμούμε ετούτο ή εκείνο, μέ το πρόσχημα πώς ο μη ανθρώπινος κόσμος δεν το εκτιμά, ούτε είναι δυνατό να μας υποχρεώσουν να θαυμάζουμε οτιδήποτε, γιατί είναι «νόμος της φύσης». δεν υπάρχει αμφιβολία πώς είμαστε μέρος της Φύσης, πού δημιούργησε τούς πόθους μας, τις ελπίδες και τούς φόβους μας» σύμφωνα μέ νόμους πού οι φυσικοί αρχίζουν ν’ ανακαλύπτουν. Με τήν έννοια τούτη, είμαστε ένα μέρος της Φύσης, δηλαδή είμαστε υποταγμένοι σ’ αυτήν και στους νόμους της, και, τελικά, τα θύματά της. Η φιλοσοφία της Φύσης δεν πρέπει να είναι υπερβολικά γήινη. Γιατί η Γή είναι ένας μονάχα από τούς πιο μικρούς πλανήτες, πού ανήκουν σ’ έναν από τούς μικρότερους αστέρες τού Γαλαξία. Θα ήταν γελοίο να εξωθούμε τή φιλοσοφία της Φύσης σέ τρόπο πού τ’ αποτελέσματα της να είναι ευχάριστα. στά απειροελάχιστα παράσιτα του ασήμαντου αυτού πλανήτη. Ο βιταλισμός σα φιλοσοφία και η θεωρία της εξέλιξης δείχνουν, από τήν άποψη αύτη, έλλειψη αίσθησης αναλογιών και λογικής σημασίας. Ατενίζουν τα γεγονότα της ζωής, πού μας ενδιαφέρουν προσωπικά, σα να έχουν συμπαντική σημασία, και όχι μιά σημασία πού περιορίζεται στήν επιφάνεια της Γής. Η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία, σαν συμπαντικές φιλοσοφίες, δείχνουν τον ίδιο αφελή ανθρωπομορφισμό. Το μεγάλο Σύμπαν, στο μέτρο πού το γνωρίζουμε, δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό και δεν ενδιαφέρεται να μας κάνει ευτυχισμένους ή δυστυχισμένους. Όλες οι τέτοιες φιλοσοφίες προκύπτουν από τήν έπαρση μας και διορθώνονται κατά τον καλύτερο τρόπο μέ λίγη αστρονομία. Στή φιλοσοφία άξιων όμως, η κατάσταση είναι διαφορετική. Η Φύση είναι ένα μέρος μονάχα αυτών πού μπορούμε να φαντασθούμε. το κάθε τί, πραγματικό ή φανταστικό·, μπορεί να εκτιμηθεί από μας και δεν υπάρχουν εξωτερικά σταθμά πού να αποδείχνουν πώς η αξιολόγησή μας αύτη είναι λαθεμένη. Εμείς οι ίδιοι είμαστε οι τελεσίδικοι κριτές των αξιών και στον κόσμο των αξιών η Φύση είναι ένα μόνο μέρος του. Έτσι, σέ τούτον τον κόσμο είμαστε μεγαλύτεροι από τή Φύση. Στον κόσμο των αξιών η Φύση είναι ουδέτερη, ούτε καλή είναι ούτε κακή, ούτε άξια θαυμασμού, ούτε άξια καταδίκης. Εμείς είμαστε εκείνοι πού δημιουργούμε τις αξίες και οι πόθοι μας είναι εκείνοι πού αξιολογούν. Στο βασίλειο αυτό είμαστε βασιλιάδες και εξευτελίζουμε σίγουρα την ηγεμονία μας, αν σκύβουμε το κεφάλι μπροστά στή Φύση. Σέ μας εναπόκειται να καθορίσουμε τί είναι, καλή ζωή, όχι στή Φύση — ούτε καν αν τήν προσωποποιήσουμε σα θεό. *** Μπ. Ράσσελ – Μετά τη γνώση το απόσπασμα αλιεύθηκε από εδώ: https://www.o-klooun.com/philosophy/russel-filosofia-fisis
"ΜΕ ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΣΤΟ ΦΙΛΕΤΟ" ... Καθώς έμπηγε το δόντι στο φιλέτο, έσκυψε να δει αν ήταν γυαλισμένα τα παπούτσια και ξαφνιασμένος είδε πως εκεί κάτω υπήρχε ένα ανθρωπάκι. Και μάλιστα κουνιόταν και φαινόταν σαν ζωντανό. Έκανε παρακεί και για πρώτη φορά το κοίταξε από τόσο κοντά. Κοιτώντας πιο καλά έξω από τις απέραντες εκτάσεις του παντελονιού του, πρόσεξε ότι ο τόσο δα άνθρωπος, ήταν αλυσοδεμένος και σαν κάτι να προσπαθούσε να του πει. Έσκυψε κι άλλο, τόσο, που στην άκρη της μύτης του φαινόταν πως το ανθρωπάκι θα σκαρφαλώσει. Ανοιγόκλεινε μάλιστα το στόμα του σαν κάτι ναθελε να πει. Του έκανε την χάρη και γύρισε το αυτί. Και τότε αυτό σαν ψύλλος πήδηξε μέσα και άρχισε να ουρλιάζει. Κραύγαζε τόσο δυνατά που ξεχείλισε το αυτί του από λόγια καυτερά. Έκλαιγε λουσμένο από ιδρώτα και φώναζε κάτι για ψίχουλα-φαΐ. Μη ξέροντας καλά-καλά γιατί του φώναζε τόσο πολύ, που βρήκε τέτοιο θράσος λες και συνήθισε τις αλυσίδες αποφάσισε να τις του σφίξει πιο πολύ. Στριφογύρισε στον ύπνο του, πλάκωσε το αυτί με το μαξιλάρι και έπνιξε τις άναρθρες φωνές. Αυτή η πράξη τον ανακούφισε και κοιμήθηκε καλά. Σκέτη ζούγκλα αυτή η βραδιά, μπαστούνι και το φιλέτο τόσο φρέσκο με αίμα, ζωντανό. Το άλλο βράδυ, πέρα-δώθε, πέρα-δώθε με αλλιώτικο τρόπο τα χέρια σύρθηκαν μέσα στο πιάτο και με έξυπνο τρόπο, βασιλικό, σκέπασαν τα κρυμμένα από κάτω κόκαλα από το ανθρωπάκι και με καρφωμένο το δόντι στο φιλέτο, άνθησε το γέλιο του και όλα εντάξει και όλα εντάξει... το κείμενο αλιεύθηκε από εδώ: https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=1958432594285515&id=100003563804145&comment_id=1958444827617625&reply_comment_id=1958445420950899¬if_id=1556565230406123¬if_t=feed_comment_reply
Πας στην παραλία κι έχουν όλοι τατουάζ. Πας για καφέ κι όλοι σηκώνουν τα μανίκια τους να δείξουν τα σχέδιά τους. Περνάς έξω από τατουατζίδικα κι ακούγεται το μηχανάκι. «Πάλι κάποιος κάνει τατουάζ» σκέφτεσαι. Τι τους έχει πιάσει όλους ξαφνικά; Είναι λάτρεις της Body Art ή απλά θύματα του lifestyle; Είσαι στη μόδα αν έχεις ή αν δεν έχεις τατουάζ; Από πού ξεκίνησε αυτή η φρενίτιδα; Και για να καταλάβω, παλιότερα χαράζαμε το όνομα του αγαπημένου μας στους κορμούς των δέντρων και τώρα στο σώμα μας; Η τέχνη του τατουάζ δεν είναι μόδα. Σύμφωνα με έρευνες τα πρώτα τατουάζ βρέθηκαν στην Ελλάδα πριν το 4.000 π. Χ. (εποχή του Χαλκού) και στην Αίγυπτο το 2000 π. Χ. Λεξιλογικά το τατουάζ προέρχεται από τη λέξη «tatau» που σημαίνει σηματοδοτώ κάτι. Στα νησιά Σαμόα, στην Ταϊτή και στη Νέα Ζηλανδία το τατουάζ αποτελούσε παράδοση και το έκαναν στα νεαρά μέλη της φυλής για δείξουν πως έχουν ανδρεία. Αντιθέτως, αν το σχέδιο έμενε στη μέση, γιατί ο νέος πονούσε τότε σήμαινε δειλία και απείχε πολύ από την ενηλικίωση. Κυρίως όμως στις χώρες αυτές με αυτόν τον τρόπο δηλώνονταν η πνευματικότητα, η δύναμη και η κοινωνική θέση του μέλους. Στην αρχαία Ελλάδα τατουάζ είχαν κυρίως οι δούλοι και οι εγκληματίες και στην Κίνα οι κατάδικοι. Στην Αμερική σημάδευαν τα ιερά ζώα όπως και την Ινδία ενώ λίγο αργότερα στις ΗΠΑ τατουάζ έκαναν οι ναυτικοί ως «συνήθεια» δανεισμένη από τους Βρετανούς ναυτικούς. Η ανακάλυψη της μούμιας Ότζι πέρα από ένα σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα αποτέλεσε και την ανακάλυψη των πρώτων τατουάζ (57 για την ακρίβεια) στην πλάτη και στα γόνατα ως θεραπεία για την αρθρίτιδα. Αν ήσουν γυναίκα Εσκιμώος τώρα όμως, θα ήξερες ότι το τατουάζ δηλώνει θηλυκότητα, ομορφιά και αποτελεί κομμάτι διακόσμησης σου.
Μετά το 1970 το τατουάζ έπαψε να είναι σήμα κατατεθέν των καταδίκων, απενοχοποιήθηκε κι έγινε κομμάτι του lifestyle. Σταρ του σινεμά, της μουσικής σκηνής κι αθλητές κυκλοφόρησαν τα πρώτα σχέδια και τα έδειχναν επιδεικτικά για να δείξουν το πόσο ισχυρές προσωπικότητες είναι. Οι ναυτικοί της εποχής εκείνης σχεδίαζαν γοργόνες ως ένδειξη νοσταλγίας για τη θάλασσα και τη γυναίκα. Τώρα γιατί; Η διακοσμητική διάσταση του τατουάζ είναι γνωστή. Το σώμα μας είναι ένας καμβάς κι εμείς έχουμε την ελευθερία της επιλογής αν και πόσα σχέδια θα κάνουμε πάνω μας. Όπως επίσης και το αν θέλουμε απλά σχέδια που μας αρέσουν ή αν αναζητούμε ένα προσωπικό σημάδι που να δηλώνει ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητας ή του χαρακτήρα μας, μια ανάμνηση, μια ημερομηνία που μας σημάδεψε ή ένα όνομα. Πέρα από τη διακόσμηση όμως και το «φαίνεσθαι», αναρωτήθηκες ποτέ για τη χρηστική του λειτουργία; Σε άτομα με αλσχάιμερ χαράσσουν το όνομά τους ή σε καρκινοπαθείς γυναίκες σχεδιάζουν με μαστεκτομή σχέδια για να καλύψουν τις ατέλειες τους ή για να αποκαταστήσουν το στήθος τους. Η αισθητική χειρουργική πέρα από το μόνιμο τατουάζ φρυδιών ή χειλιών γίνεται και για λειτουργικούς λόγους . Γιατί πονάμε όταν κάνουμε τατουάζ και γιατί αυτό απλώνει με τον καιρό και χάνεται το χρώμα; Το 1891 δημιουργήθηκε το πρώτο περιστροφικό μηχάνημα με ηλεκτρικό μοτέρ γύρω από έναν περιστρεφόμενο άξονα ο οποίος σήκωνε και κατέβαζε τη βελόνα. Το 2000 το μηχάνημα αυτό βελτιώθηκε αποσυμπιέζοντας αέρα και έχει τη δυνατότητα αποστείρωσης. Όσο πιο εύκολα και πιο καλά αποστειρώνεται ένα μηχάνημα τόσο το καλύτερο για την υγεία του δέρματος. Η χρωστική ουσία τοποθετείται στο χόριο του δέρματος ακριβώς κάτω από την επιδερμίδα και στη συνέχει αυτή διασπείρεται στα κύτταρα. Αυτόματα ενεργοποιούνται τα φαγοκύτταρα του ανοσοποιητικού και το κολλαγόνο των κυττάρων. Ο ιστός του δέρματος γίνεται πιο συνδετικός κι έτσι το χρώμα παραμένει. Μετά από χρόνια το χρώμα μετακινείται βαθύτερα και χάνεται σχετικά το σχέδιο. Επιδέχεται τροποποιήσεις και μπορεί άνετα να ανανεωθεί. Όποιος κι αν είναι ο λόγος που επιλέγεις να κάνεις το σώμα σου καμβά είναι σίγουρα μια καλλιτεχνική επιλογή. Το Body Art έχει κι αυτό τις δικές του διαστάσεις που πέρα από το Body Painting που σβήνεται με ένα καλό μπάνιο και έχει μόνο αισθητική λειτουργία, υπάρχουν και οι μόνιμες διαστάσεις της τέχνης που τις θες επάνω σου για όσο αντέξουν τα κύτταρα σου το μελάνι. Δε λογοκρίνονται οι επιλογές μας σε σχέση με το σώμα μας ως έκθεμα αλλά η ποιότητα με την οποία το κάνουμε. Η διαδικασία του τατουάζ: https://www.youtube.com/watch?v=mKqhjygSeDM το άρθρο αλιεύθηκε από εδώ: http://www.nostimonimar.gr/tatoyaz-body-art-i-thyma-toy-lifestyle/
Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση. Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα παρουσιάζει συμπτώματα παθολογικού αυτισμού γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητες του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας. Όπως οι κατώτεροι ζωικοί οργανισμοί, έτσι και οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις μονάχα σ’ ό,τι τους ερεθίζει άμεσα και ειδικά· οι δηλώσεις κάποιου «φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στη Γροιλανδία (κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για τα όσα παρεμφερή μαθαίνει κανείς από τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον) ευφραίνουν ή εξάπτουν, αναλόγως, τα πνεύματα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα απασχολούν τα ουσιώδη, αν και συχνά αφανή, μεγέθη της πολιτικής και της οικονομίας. Η φυσιογνωμία της σημερινής Ελλάδας Επίσης ελάχιστοι φαίνεται να ενδιαφέρονται για τα πολιτικά συμπαρομαρτούντα των διαγραφόμενων οικολογικών στενωπών ή για τις προσεχείς συνέπειες της μετανάστευσης των λαών σε μια χώρα τόσο ευπαθή οικολογικά και τόσο έκθετη γεωγραφικά όσο η Ελλάδα. Όμως η έλλειψη, και μάλιστα η άρνηση, της αυτεπίγνωσης δεν φαίνεται μόνον έμμεσα στη στενότητα της πολιτικής κοσμοεικόνας, από την οποία συνήθως αφορμώνται οι συζητήσεις πάνω στην εθνική πολιτική. Φαίνεται και άμεσα, στον τρόπο διεξαγωγής αυτών των συζητήσεων. Στο επίκεντρό τους βρίσκονται δηλ. περισσότερο ή λιγότερο θεμελιωμένες σκέψεις και γνώμες για το ποιά τροπή θα πάρει αυτή ή εκείνη η συγκεκριμένη εξέλιξη και για το αν αυτή ή εκείνη η ενέργεια ενδείκνυται ή όχι, πράγμα πού συχνότατα οδηγεί στη γνωστή και προσφιλή πολιτικολογία και τραπεζορητορεία. Δεν θίγεται όμως ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε πολιτικής προβληματικής: ποιά είναι η ταυτότητα και η οντότητα του πολιτικού υποκειμένου, για τις πράξεις, τις παραλείψεις και το μέλλον του οποίου γίνεται λόγος; Πιο συγκεκριμένα: ποιά είναι η σημερινή φυσιογνωμία της Ελλάδας και τι προκύπτει απ’ αυτήν ως προς την ικανότητά της να ασκήσει εθνική πολιτική μέσα στις σημερινές πλανητικές συνθήκες; Η εσωτερική αποσύνθεση, την οποία κανείς αφήνει να προχωρήσει όσο δεν φαίνεται ν’ αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο, του στερεί τα απαιτούμενα μέσα και περιθώρια ελιγμών όταν η ανάγκη σφίγγει.
Τα ηθικολογικά άλλοθι
Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι μόλις εμφανισθεί στο διεθνές προσκήνιο η Ελλάδα (ολόκληρη Ελλάδα!) και υψώσει τη φωνή για τα δίκαιά της, η κοινωνία των εθνών θα αφήσει τις δικές της έγνοιες και θα ενδιαφερθεί για τα ελληνικά αιτήματα, περίπου αποσβολωμένη από την ηθική λάμψη τους. Η προβολή της εξ ορισμού ανώτερης ηθικής διάστασης φαίνεται να απαλλάσσει από τους ταπεινούς μόχθους και τους παραζαλιστικούς λαβυρίνθους της συγκεκριμένης πολιτικής, φαίνεται δηλ. ότι αρκεί να έχει κανείς το δίκαιο με το μέρος του για να έχει κάνει σχεδόν τα πάντα, όσα εξαρτώνται απ’ αυτόν. Στον υπόλοιπο κόσμο εναπόκειται να αντιληφθεί το ελληνικό δίκαιο και να πράξει ανάλογα. Η ελληνική πλευρά συχνότατα θεώρησε και θεωρεί ως αδιανόητο ότι οι άλλοι μπορούν να έχουν (ειλικρινά ή όχι) διαφορετική αντίληψη για το τι είναι δίκαιο· επίσης δυσκολευόταν και δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι οι άλλοι δεν παίρνουν πάντα τοις μετρητοίς τους ισχυρισμούς της κι ότι χρησιμοποιούν και άλλες πηγές πληροφοριών ή ακούνε και άλλες απόψεις. Εκείνο όμως πού προ παντός αρνείται να κατανοήσει σε μόνιμη βάση η ελληνική πλευρά, καθώς έχει αυτοπαγιδευθεί στις υπεραναπληρώσεις των ηθικολογικών άλλοθι, είναι ότι κάθε ισχυρισμός και κάθε διεκδίκηση μετρούν μόνο τόσο, όσο και η εθνική οντότητα πού στέκει πίσω τους. Όποιος λ.χ. μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαιά» του. Ούτε μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα ληφθεί ποτέ σοβαρά υπ’ όψιν μέσα στο διεθνές πολιτικό παιγνίδι, αν δεν έχει κατανοήσει, και αν δεν συμπεριφέρεται έχοντας κατανοήσει, ότι, πίσω και πέρα από τις μη δεσμευτικές διακηρύξεις αρχών ή τις αόριστες φιλοφρονήσεις, τις φιλίες ή τις έχθρες τις δημιουργεί και τις παγιώνει η σύμπτωση ή η απόκλιση των συμφερόντων. Όμως στη βάση αυτή μπορεί να κινηθεί μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα. Με άλλα λόγια: οι κινήσεις στο πολιτικό-διπλωματικό πεδίο αποδίδουν όχι ανάλογα με το «δίκαιο», το οποίο άλλωστε η κάθε πλευρά ορίζει για λογαριασμό της, αλλά ανάλογα με το ιστορικό και κοινωνικό βάρος των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων, το οποίο όλοι αποτιμούν κατά μέσον όρο παρόμοια, όπως γίνεται και με τα εμπορεύματα στην αγορά. Επί πλέον καμμιά προστασία και καμμιά συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά οποίον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιας συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σ’ όποιον δεν διαθέτει ό ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών. Ίσως να θεωρεί κανείς «απάνθρωπα» και λυπηρά αυτά τα δεδομένα, αν όμως ασκεί εθνική πολιτική αγνοώντας τα, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί σε μια κατάσταση όπου τη λύπη για την ηθική κατάπτωση των άλλων θα τη διαδεχθεί ο θρήνος για τις δικές του συμφορές. Ο παρασιτικός καταναλωτισμός Η παρατήρηση αυτή μας φέρνει στη δεύτερη από τις δύο μεγάλες φάσεις της εθνικής συρρίκνωσης του ελληνισμού σ’ αυτόν τον αιώνα. Αν η πρώτη είχε κυρίως γεωπολιτικό χαρακτήρα, η δεύτερη, πού άρχισε μετά τη σχετική ολοκλήρωση της πρώτης, χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα και τα συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντάς του «ανώτερα» και «πνευματικά» ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι. Θα ήταν εξωπραγματικό και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας — και επί πλέον θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί μια τέτοια αποκοπή θα συμβάδιζε με μια γενικότερη οικονομική και στρατιωτική καθυστέρηση. Ό όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση — και αξιοπρέπεια — ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό. Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε στο πλαίσιο της μεταπολεμικής προοδευτικής διαπλοκής των διεθνών οικονομικών διαδικασιών γενικά και των ευρωπαϊκών οικονομιών ειδικότερα, ωστόσο θα ήταν λάθος να τη θεωρήσουμε ως ειμαρμένη πού ενέσκηψε πάνω σε μιαν αδύνατη κι ανυπεράσπιστη Ελλάδα, αιχμαλωτισμένη ανέκκλητα στα δίχτυα του «διεθνούς κεφαλαίου». Τέτοιες φαινομενικά περισπούδαστες εξηγήσεις προσφέρουν όσοι οχυρώνονται πίσω από την αγοραία «αριστερή» και «φιλολαϊκή» ρητορική, αρνούμενοι να αναμετρήσουν το μέγεθος των δικών τους ευθυνών, το βάθος των συντελεστών της σημερινής εθνικής κρίσης και την οδυνηρότητα των πιθανών διεξόδων απ’ αυτήν.
Πολιτικό σύστημα και εκλογική πελατεία Οι πρωταρχικοί λόγοι, πού έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της εθνικής εκποίησης και της συναφούς πολιτικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, είναι ενδογενείς και ανάγονται στη λειτουργία του πολιτικού της συστήματος και στη συμπεριφορά όλων των υποκειμενικών του παραγόντων. Με άλλα λόγια: το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας και άντλησε βραχυπρόθεσμα ωφελήματα απ’ αυτή με αντάλλαγμα τον μακροπρόθεσμο υποβιβασμό της Ελλάδας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και συνάμα τη γενική εθνική της υποβάθμιση. Αυτό έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία — «δεξιά», «φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο κρίσιμο τούτο σημείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες — ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του «λαού» με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών κοινωνικών και υλικών προνομίων. Βεβαίως, η συναλλαγή αυτή χαρακτήριζε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό από τα γεννοφάσκια του, όμως η πρωτοφανής μεταπολεμική διεθνής οικονομική συγκυρία της προσέδωσε δυνατότητες επίσης πρωτοφανείς: προς άγρα και συγκράτηση της εκλογικής πελατείας μπορούσαν τώρα να προσφερθούν όχι απλώς ανιαρές κρατικές θέσεις, αλλά επί πλέον πολύχρωμες μάζες καταναλωτικών αγαθών και πλήθος δελεαστικών καταναλωτικών δυνατοτήτων. Ενώ όμως η πρώτη προσφορά συνεπαγόταν κυρίως την εκποίηση του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών πόρων στην εσωτερική αγορά, η δεύτερη — και πιο πλουσιοπάροχη — απέληγε με εσωτερική αναγκαιότητα στο ξεπούλημα ολόκληρου τού έθνους στη διεθνή αγορά. Αυτό το ξεπούλημα άρχισε με τα μεγάλα, αντίδρομα και ταυτοχρόνως συμπληρωματικά, κύματα της μετανάστευσης και του τουρισμού, για να κορυφωθεί, αλλάζοντας αισθητά όψη και συναισθηματική επένδυση, στην αγορά αυστριακών μπισκότων για σκύλους και στην οργάνωση τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασταλάζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας. Ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών. Ανακύκλωση του φαύλου παιγνιδιού Ο παρασιτικός καταναλωτισμός, όπως τον ορίσαμε παραπάνω, προκάλεσε μια τέτοια διασπάθιση πόρων, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980, ώστε η στενότητα των πόρων θα ακολουθεί στο εξής, και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, την ελληνική εθνική πολιτική σαν βαριά σκιά. Οι σημερινές, και οι αναπόδραστες αυριανές, προσπάθειες του «πολιτικού κόσμου» για τη λύση αυτού του πιεστικού προβλήματος δεν αποτελούν διαρθρωτική του αντιμετώπιση, παρά κατά βάθος αποσκοπούν στη δημιουργία συνθηκών πρόσκαιρης ανακούφισης πού θα επιτρέψουν ξανά την ανακύκλωση του προηγούμενου φαύλου παιγνιδιού μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων. Είναι περιττό να εξηγήσουμε ποιες μακροπρόθεσμες συνέπειες έχει η υφιστάμενη σήμερα στενότητα των πόρων για το μέλλον τού έθνους, δηλ. για την οικονομική ανταγωνιστικότητα του, για την παιδεία του και για την άμυνα του. Εξ αιτίας της στενότητας τούτης η Ελλάδα ξεκινά τον αγώνα δρόμου στην αρχόμενη πολυτάραχη φάση της πλανητικής πολιτικής με ένα επί πλέον σημαντικότατο μειονέκτημα. Η οικονομική της υποπλασία, η οποία χρηματοδοτήθηκε και εξωραΐσθηκε καταναλωτικά με την εκτεταμένη απώλεια της οικονομικής της ανεξαρτησίας, θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των πολιτικών της επιλογών και δραστηριοτήτων, προ παντός όταν θα συγκρουσθούν οι δικές της θέσεις με εκείνες των Ευρωπαίων και άλλων χρηματοδοτών της. Για τη σύγκρουση αυτή, η οποία, δεν αποκλείεται κάποτε να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, θα πούμε μερικά πράγματα αμέσως παρακάτω. Πάντως την πορεία και την έκβασή της τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας του, και ο οποίος επί πλέον, για να διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση γενικού ευρωπαϊκού ή διεθνούς ενδιαφέροντος. Δεν έχει σημασία αν την εικόνα τούτη τη συμμερίζονται όλοι ανεξαιρέτως και αν ευσταθούν όλες της οι λεπτομέρειες ? βαρύνουσα πολιτική σημασία έχει η γενική της διάδοση και προ παντός η γενική συμφωνία της με τα πραγματικά δεδομένα. Εδώ ήδη φαίνεται καθαρότατα η βαθειά εσωτερική σχέση ανάμεσα στην πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και στις τύχες της χώρας μέσα στην κοινωνία των εθνών.
Περιοδικές πατριωτικές εξάρσεις Οι απωθητικοί και αντισταθμιστικοί μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων η πολυδαίδαλη και πολυμήχανη νεοελληνική ψυχή παρακάμπτει τους εξευτελισμούς χωρίς ποτέ να τους υπερνικήσει κατά μέτωπο, είναι παλαιοί, δοκιμασμένοι και γνωστοί. Επειδή ο επαίτης κατάγεται, γεωγραφικά τουλάχιστον, από τον τόπο του Περικλή, πιστεύει ο ίδιος ότι δικαιούται να εμφανίζεται με χλαμύδα, τη λευκότητα της οποίας τίποτε, ούτε καν κατάφωρες παραχαράξεις και καταχρήσεις, δεν θα μπορούσε να σπιλώσει. Παράλληλα, οι περιοδικές πατριωτικές εξάρσεις ή αψιθυμίες, από διάφορες αφορμές, επιτρέπουν την ψυχολογικά βολική υπερκάλυψη της εθνικά ολέθριας συλλογικής πρακτικής από το υψιπετές εθνικό φρόνημα, της κοντόθωρης ευδαιμονιστής δραστηριότητας από το μετέωρο παραλήρημα. Επίσης καθιστούν δυνατή την ψευδαίσθηση της ομοψυχίας όταν οι ατομικές βλέψεις και οι προσωπικές επιδιώξεις στην πραγματικότητα αποκλίνουν τόσο, ώστε είναι πια δυσχερέστατο να συντονισθούν με καθοριστικό άξονα τις επιταγές μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής. Η κραυγαλέα επίδειξη ομοψυχίας υποκαθιστά έτσι την ύπαρξη πρακτικά δεσμευτικής και αποδοτικής ομογνωμίας πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και συγκεκριμένες λύσεις. Έτσι, ό,τι θα έπρεπε ν’ αποτελεί ψυχολογικό θεμέλιο για την άσκηση εθνικής πολιτικής μετατρέπεται σε ψυχολογικό άλλοθι για τη ματαίωση των προϋποθέσεών της, καθώς η διαρκής πατριωτική μέθη εμποδίζει μόνιμα τους ευτυχείς φορείς της να αποκρυσταλλώσουν τη ρητορική εθελοθυσία τους σε κοινές πραγματιστικές πολιτικές αποφάσεις, ήτοι σε μία κατανομή ευθυνών, εργασιών, προσφορών και απολαβών μέσα σ’ ένα μακρόχρονο και δεσμευτικό πρόγραμμα εθνικής επιβίωσης. Όσο περισσότερο η συζήτηση μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση τέτοιων αποφάσεων, τόσο γρηγορότερα η μέθη ξεθυμαίνει για να επικρατήσει και πάλι η ατομική ή «κλαδική» λογική του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ως συνδετικός ιστός και ως κοινός παρονομαστής απομένει έτσι μία γαλανόλευκος πομφόλυξ. Αυτοφαγία Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη, είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού. Για να ακριβολογήσουμε, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε ότι σε σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα η έννοια του παρασιτισμού μόνον οξύμωρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του. Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού, αποτελούν την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας. Η σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευση του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση. Τι σημαίνει απόδοση; Ως ελαφρυντικό πρέπει ίσως να θεωρήσει κανείς ότι οι πλείστοι Έλληνες δεν γνωρίζουν καν τι σημαίνει «απόδοση» με τη σύγχρονη έννοια και συχνά πιστεύουν ότι αποδίδουν μόνο και μόνο επειδή ιδροκοπούν, φωνασκούν και τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ. Όμως αυτό ελάχιστα μεταβάλλει το πρακτικό αποτέλεσμα. Η δυσαρμονία απόλαυσης και απόδοσης ήταν ανεκτή όσο η απόλαυση ήταν γλίσχρα και όσο η απόδοση δεν μετριόταν πάντα με τα μέτρα των προηγμένων ανταγωνιστικών οικονομιών. Αλλά στις τελευταίες δεκαετίες μεταστράφηκαν και οι δύο αυτοί όροι: τα οικονομικά σύνορα έπεσαν, τουλάχιστον σ’ ό,τι άφορα το μέτρο της απόδοσης, εφ’ όσον δεν είναι δυνατό να αποτιμώνται με άλλο μέτρο απόδοσης τα (συνεχώς αυξανόμενα) εισαγόμενα και με άλλο τα εξαγόμενα, κι επομένως όποιος θέλει να εισαγάγει χωρίς να ξεπουληθεί πρέπει να εξαγάγει ίση απόδοση, οι αντιλήψεις για το τι σημαίνει απόλαυση προσανατολίσθηκαν, πάλι, μαζικά στα πρότυπα των προηγμένων καταναλωτικών κοινωνιών, έτσι ώστε η απόσταση απ’ αυτά να γίνεται από τους πλείστους αισθητή ως στέρηση. Έτσι η διάσταση ανάμεσα σε απόλαυση και απόδοση έγινε εκρηκτική, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό να ξαναγίνουν επίκαιρες ορισμένες στοιχειώδεις οικονομικές αλήθειες πού η Ελλάδα νόμιζε ότι τις είχε ξεπεράσει με την απλή μέθοδο του δανεισμού. Με δεδομένες όμως τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές πού επισημάναμε παραπάνω, οι αλήθειες αυτές δεν επενέργησαν ως καταλύτης παραγωγικών ενεργειών, παρά μάλλον ως καταλύτης αντεγκλήσεων, η στειρότητα των οποίων επέτεινε τη συλλογική αμηχανία και αβουλία. Πράγματι, για όποιον δεν είναι εξ επαγγέλματος και ιδιοτελώς υποχρεωμένος (λ.χ. ως πολιτικός) να τρέφει και να διαδίδει ψευδαισθήσεις, είναι προφανές ότι η χώρα βυθίζεται στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει. Η αίσθηση της αποσύνθεσης είναι γενική και δεσπόζει σε όλες τις συζητήσεις, ενώ η εξ ίσου διάχυτη δυσφορία εκτονώνεται όλο και ευκολότερα, όλο και συχνότερα σε προκλητική επιθετικότητα και σε επιδεικτική χυδαιότητα. το άρθρο αλιεύθηκε από εδώ: http://artinews.gr/%CF%80.-%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%B4%CF%8D%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CE%B7-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CF%89%CF%82-%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF%CF%80%CF%84%CF%89%CF%83%CE%B7-%CE%B5%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CF%86%CE%B8%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%AD%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CF%85%CF%82?fbclid=IwAR2vFZtSRQMQ6JUn00E07joaiaRxnHUOfN6kxMNedS_SZ6I7WontaYg1Qmo
πήρα και εγώ μέρος στη μάχη στο αίμα, στη φωτία στην αρπαγή.
Καβάλα σε ένα κουνιστό αλογάκι
μπρος πίσω πίσω μπρός
γύρισα όλοκληρο το κόσμο τον ισκιων στρατηλάτης και αρχηγός
γύρισα ολοκληρο τον κόσμο και εφτασα τώρα εδώ
στη κουνιστή μου πολυθρόνα
μπρος πίσω πίσω μπρός
τσαλακωμένο πια το χάρτινο καπέλο και τσακισμένο το ξύλινο σπαθι , η μαχη η φωτιατο αίμα η φωτια και η αρπαγή θαμπές εικόνες στου μυαλου μου την οθόνη.
Καει ο ηλιος μα το αιμα μου παγώνει
ψυθιρος βγαίνει απο το στόμα μου η κραυγή
ΙΙ
Μνήμη Μαρία Παέστρα
Οτι χαλάει οτι σπάζει
περίτρανα τους γέροντες τρομάζει
με το δικό τους τέλος μοιάζει
με το δικο τους τσακισμα απο του χρονου τις απρόσεχτες και βιαστικές κινησεις.
Για αυτό σιγα σιγα προσεχτικα το βάρος του κορμιού τους σε πολυθρονες και καρεκλες αποθέτουν και φέρνουν στα χειλη το ποτηρι τους κρατωντας το σφιχτα, με τα δυο τους χέρια
Οσο κρατουν τα πράγματα κρατώ και εγώ, φαίνεται να ειναι η κρυφή ελπιδα τους.
ΙΙΙ
Έρχονται αθόρυβα οι μέρες μου – γάτες με πελ-
ματα βελούδινα, ταχύτητα αστραπής- τρίβο-
νται μια στιγμή ανάμεσα στα πόδια μου· σκύ-
βω να τις χαϊδέψω· έχουνε κιόλας φύγει.
ΙV
Mνημη Reymond Chandler
Καθομαι ακίνητος εδώ καταμεσημερο εδω μες στη σιωπή
και αφουγκράζομαι το ηλιοφως να καψαλιζει το γρασίδι.
Φεύγει το μεσημερι και το απομεσήμερο και ακούω έξω απο το παράθυρο το δειλινό να γαληνέυει και λιγο λιγο γαληνέυω και εγώ μαζί του
Εχει βαθύνει τώρα τοσο η σιωπή που ακούγεται σχεδόν η πτώση της θερμοκρασίας και οι λεξεις μου βαδίζουν ακροποδητί και με το δάχτυλο στα χείλη, μέσα σε αυτό το ποίημα.
V
Mνήμη Γιωργη Μανουσάκη.
Η σιώπη είναι το κέλυφος του ήχου.
Κλεισμένος μέσα της ο ηχος τη ραμφίζει οπως ραμφιζει το πουλι του αυγου το τσοφλι. Θελει και αυτός να βγεί και να πετάξει.
Ειναι μοιραίο λοιπον να θρυματιζεται καποια στιγμή η σιωπή
Τετοια ειναι η τάξη των πραγμάτων για να μπορει ο ηχος να ακουστεί.